«Ψαλιδίζονται» σημαντικά οι οφειλές των δανειοληπτών προς τις τράπεζες, καθώς δικαστικές αποφάσεις ανοίγουν τον δρόμο για να περικοπούν τουλάχιστον κατά το 1/3 τα ποσά που οφείλουν όσοι πήραν δάνειο μετά το 1990.
Η Δικαιοσύνη προσφέρει «ανάσα» στους δανειολήπτες, αποκρούοντας ως μη νόμιμο τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες εφάρμοζαν την τελευταία 5ετία τη νομοθεσία για τα «πανωτόκια», γεγονός που έδινε τη δυνατότητα να «φουσκώνουν» τα χρέη.
Οι δικαστικές αποφάσεις καθιστούν σαφές ότι ενώ τα κατά καιρούς νομοθετήματα για τα πανωτόκια (Νόμοι 2912/01, 3259/04) προσπαθούσαν να ανακουφίσουν τους δανειολήπτες, οι τράπεζες ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο τις διατάξεις, με συνέπεια πολύ λίγοι καταναλωτές να κατορθώσουν στην πράξη να ωφεληθούν πραγματικά από τις ευνοϊκές γι αυτούς ρυθμίσεις.
Η τραπεζική πρακτική της τελευταίας 5ετίας οδηγούσε στον υπολογισμό της συνολικής οφειλής με τριπλασιασμό του ποσού του αρχικού δανείου.
Ωστόσο οι δικαστικές αποφάσεις, συνδυάζοντας τις ρυθμίσεις των διαφορετικών νόμων, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όσοι πήραν μετά το 1990 δάνειο, πρέπει να καταβάλουν το πολύ μέχρι το διπλάσιο του κεφαλαίου.
Το επιπλέον 1/3 του ποσού του δανείου αποτελεί μη νόμιμη επιβάρυνση και οι δανειολήπτες που υποχρεώθηκαν να το καταβάλουν μπορούν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.
Ετσι ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή πολύ μεγάλων κονδυλίων, αφού ξεπερνούν κατά περίπτωση τα 15.000-20.000 ευρώ.
Το εξίσου σημαντικό, όμως, αποτέλεσμα είναι ότι με την ανατροπή του τραπεζικού υπολογισμού και τη μείωση των ποσών, οι δανειολήπτες υπάγονται στις ευνοϊκές ρυθμίσεις για αποπληρωμή με 5ετείς ή 7ετείς δόσεις και στο υποχρεωτικό «πάγωμα» των πλειστηριασμών που είχε επιβάλει για κάποιο διάστημα ο Ν. 3259/04.
Αν λοιπόν με τον παράνομο υπολογισμό των οφειλών και τη μη υπαγωγή στον Ν. 3259/04 υπήρξαν και κατασχέσεις ακινήτων, αυτές είναι παράνομες και οι δανειολήπτες μπορούν να πετύχουν την ακύρωσή τους ή την αποζημίωσή τους για τη βλάβη που υπέστησαν.
Τρεις εφετειακές αποφάσεις δικαιώνουν πέντε δανειολήπτες, κάνοντας δεκτές τις αγωγές που υπέβαλε ο δικηγόρος τους, Πάρις Αναστασάκος, «κόβοντας» σημαντικά ποσά, αφού στη μία περίπτωση η υπολογισμένη από την τράπεζα οφειλή μειώθηκε από 92.000 σε 57.000 ευρώ.
Στις αποφάσεις του Εφετείου (3621, 3622, 4354/09) επισημαίνεται ότι οι ευνοϊκές για τους δανειολήπτες ρυθμίσεις του Ν. 2912 δεν καταργήθηκαν και πρέπει να συνδυάζονται με τον Ν. 3259 για την κλιμάκωση του οφειλόμενου ποσού, ανάλογα με την παλαιότητα του δανείου.
Οι τράπεζες εφάρμοσαν τη συγκεκριμένη νομοθεσία προσδιορίζοντας τη συνολική οφειλή με τριπλασιασμό του δανείου. Ομως το Εφετείο έκρινε ότι για τα μετά το 1990 δάνεια η οφειλή δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του δανείου, καθώς και ότι ήταν παράνομη η άρνηση της τράπεζας να υπαγάγει τους δανειολήπτες στις ευνοϊκές ρυθμίσεις της σταδιακής αποπληρωμής. Εξίσου παράνομος κρίθηκε και ο αποκλεισμός τους από την ευεργετική ρύθμιση για προσωρινό «πάγωμα» των πλειστηριασμών.
Για να καταλήξει στην περικοπή των οφειλών με διαφορετικό από τις τράπεζες υπολογισμό, το δικαστήριο κατέφυγε και στα πρακτικά της Βουλής, για να δικαιολογήσει τη βούληση του νομοθέτη να ωφελήσει τις μεσαίες επιχειρήσεις ή τους οφειλέτες που ήταν αρχικά συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, χωρίς να αφήσουν να διογκωθούν τα χρέη τους, κάτι που έγινε με τον υπερβολικό ανατοκισμό.
Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Αν και η προβληματική από πλευράς τραπεζών εφαρμογή της νομοθεσίας ήταν γνωστή στην απελθούσα κυβέρνηση, το υπουργείο Οικονομίας, παρά τις διαμαρτυρίες των δανειοληπτών, απέφευγε επί μία πενταετία να εκδώσει ερμηνευτική εγκύκλιο για τον τρόπο υπολογισμού της συνολικής οφειλής, αφήνοντας τα δικαστήρια να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά».
Ετσι όμως εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες βρέθηκαν σε καθεστώς ομηρείας, όπως επισημαίνει ο Π. Αναστασάκος, «ρισκάροντας» έναν πολυετή και πολυδάπανο δικαστικό αγώνα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Και τούτο διότι υπάρχει και μία μερίδα δικαστηρίων που έχει υιοθετήσει τον τραπεζικό υπολογισμό των οφειλών με την επίκληση κάποιων νομοθετικών ασαφειών.
Παρά τα κατά καιρούς νομοθετήματα, τα μέτρα προστασίας των δανειοληπτών έπεσαν στο κενό -διαπιστώνει- γιατί οι τράπεζες συνέχισαν το κυνήγι, οι πλειστηριασμοί αυξήθηκαν, οι εισπρακτικές εταιρείες έγιναν εφιάλτης.
Εν όψει του αναμενόμενου νομοσχεδίου, ο Π. Αναστασάκος τονίζει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ερμηνευτικές παγίδες ή προϋποθέσεις, όπως «αποδεδειγμένη αδυναμία πληρωμών», «έλλειψη άλλων περιουσιακών στοιχείων» κ.λπ., για να μην εγκλωβιστούν πάλι οι δανειολήπτες σε έναν νόμο-γρίφο.
Αντίθετα, τα μέτρα πρέπει να προβλέπουν ξεκάθαρα την οριστική διαγραφή των παράνομων πανωτοκίων και επιβαρύνσεων, καθώς και την τμηματική αποπληρωμή όλων ανεξαιρέτως των οφειλών μέσω μιας υποχρεωτικής για τις τράπεζες χρονικής ρύθμισης, όπως συμβαίνει με τις οφειλές προς το Δημόσιο.
"Έθνος"