Σήμερα συμπληρώνονται 55 χρόνια από τον θάνατο μιας μεγάλης μορφής της Ελλάδας। Του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου. Του ήρωα των Ιωαννίνων, του αρχιτέκτονα του ελληνοϊταλικού πολέμου, του εμπνευστή της ανοικοδόμησης της πατρίδας από τα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου και του εμφυλίου. Του αντιστασιακού και διά τούτου δεσμώτη του Νταχάου. Η ιερή μορφή του ξεχασμένη απ' όλους τους ανάξιους επιγόνους της παράταξης που υπηρέτησε με αφοσίωση και σθένος.
Ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος (9 Δεκεμβρίου 1883 – 4 Οκτωβρίου 1955) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό και τον εμφύλιο πόλεμο και μετέπειτα Πρωθυπουργός της χώρας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883 και γονείς του ήταν ο...
τότε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών, αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος και η Μαρία το γένος Αβέρωφ, ανηψιά του εθνικού ευεργέτη εκ Μετσόβου Ιωαννίνων Γεωργίου Αβέρωφ.
Ο πατέρας του Λεωνίδας, που είχε γεννηθεί το 1844 στη Σύρο - όπου η οικογένειά του, καταγόμενη από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας είχε εγκατασταθεί πριν από το 1821- σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, εξήλθε ως αξιωματικός του Πυροβολικού και υπηρέτησε σε πολλές θέσεις, μεταξύ των οποίων και Προσωπάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών μέχρι το 1906, όταν και αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Υποστράτηγου. Πέθανε το 1914.
Ο Αλέξανδρος μετά τις γυμνασιακές του σπουδές εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901 αλλά την εγκατέλειψε σε ένα χρόνο προκειμένου να ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό. Φοίτησε για μία διετία 1902- 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και στην επόμενη διετία στη σχολή Εφαρμογής Ιππικού του Ιπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος (15 Ιουλίου 1906). Το 1910 ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών και παρέμεινε μέχρι τις παραμονές του Βαλκανικού πολέμου. Το 1911 νυμφεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (μετέπειτα σύζυγο Γρυπάρη) και το Λεωνίδα (μέτέπειτα ανώτερο διπλωμάτη). Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων και πολέμησε στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα στη μάχη του Μπιζανίου (Φεβρουάριος 1913) προκειμένου να μεταφέρει διαταγή του Κωνσταντίνου διέδραμε έφιππος εχθρικό έδαφος επί 8ωρο. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους επέτυχε σε διαγωνισμό και εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», που είχε δημιουργηθεί από το Γάλλο συνταγματάρχη Μπουσκέ της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, από το οποίο αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας πρώτος. Ακόλουθα υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916 με το βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού.
Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου το 1917, θεωρούμενος δεδηλωμένος οπαδός του Κωνσταντίνου, η νέα κυβέρνηση τον αποστράτευσε και τον εξόρισε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη. Η νίκη των κωνσταντινικών δυνάμεων και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία στην αρχή σαν Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Μεραρχίας Ιππικού όπου και παρέμεινε μέχρι τη κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Μετά την Επανάσταση του 1922 με αρχηγό τον τότε Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, τον Οκτώβριο του 1923 τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.
Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και ανέλαβε Επιτελής στην Ανώτερη Σχολή Στρατηγικών Σπουδών και στη συνέχεια υπηρέτησε στις ακόλουθες θέσεις:
• 1927- 1931 Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο.
• 1931- 1933 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
• 1933- 1935 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού.
Στο μεταξύ το 1934 δημειουργείται η παραστρατιωτική οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα υπό την προεδρία του αντιστράτηγου Α. Παπούλα και με υπαρχηγούς την τριαδρία Στ. Σαράφη, Α. Ζάννα, και Α. Κολιαλέξη. Ανώτερος αρχηγός αυτής αναλαμβάνει ο Ν. Πλαστήρας, ενώ ο Ε. Βενιζέλος γνωρίζει τα σχέδια αυτής για κίνημα και εγκρίνει αυτό προτείνοντας μάλιστα την ηγεσία στον Α. Οθωναίο, που δεν αποδέχτηκε.
Το κίνημα αυτό εκδηλώθηκε στις 1 Μαρτίου 1935 με πλήρη αποτυχία και οι πρωτεργάτες αυτού διέφυγαν στο εξωτερικό ενώ ακολουθεί σειρά καθαιρέσεων στρατιωτικών με τρεις εκτελέσεις ποινών σε θάνατο. Έτσι ακολούθησε μία δικαιολογημένη δυσφορία μερίδας των ενόπλων δυνάμεων, λόγω των συνεχιζομένων και αλλεπάλληλων αναβολών του δημοψηφίσματος προς επάνοδο ή όχι του Βασιλιά, θέμα που είχε υποσχεθεί η ίδια η Κυβέρνηση και θα έδινε τέλος στην επικρατούσα αναταραχή.
Έτσι στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Παπάγος μαζί με τους αρχηγούς υποναύαρχο Οικονόμου και τον αντιπτέραρχο Ρέππα υπέβαλαν έντονο διάβημα - επιστολή στον Πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη που είχε αναδειχθεί στις εκλογές του ίδιου χρόνου (9 Ιουνίου του 1935), μαζί με τον Γεώργιο Κονδύλη, για την επίσπευση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος επικαλούμενοι την ανάγκη εξόδου από τη χαοτική κατάσταση της δημόσιας διοίκησης. Αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής υπήρξε η παραίτηση της κυβέρνησης Τσαλδάρη και την ανάληψη από την κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γεώργιος Κονδύλης, ως αξιωματική αντιπολίτευση, (2ο κόμμα), χωρίς βέβαια να ορκιστεί σε στρατιωτικούς, ορίζοντας υπουργό Στρατιωτικών τον Α. Παπάγο.
Η νέα κυβέρνηση κατήργησε με Ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης το καθεστώς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, ορίζοντας αντιβασιλέα τον πρωθυπουργό Γ. Κονδύλη και επανέφερε το Σύνταγμα του 1911. Προκήρυξε Δημοψήφισμα για την επιβεβαίωση της αλλαγής του πολιτεύματος, το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β’ στην Αγγλία όπου διέμενε.
Παρέμεινε Υπουργός Στρατιωτικών και στην επακόλουθη υπηρεσιακή κυβέρνηση "γενικής αποδοχής" του Κωνσταντίνου Δεμερτζή αλλά ήρθε σε σύγκρουση με το Βασιλιά λόγω του Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα, που προέβλεπε συνεργασία του Κόμματος των Φιλελευθέρων με το κομμουνιστικό Παλλαϊκό Μέτωπο για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, αποπέμφθηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς. Μετά την πρωθυπουργοποίηση του Ι. Μεταξά από το Γεώργιο Β’ τοποθετήθηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού την 1η Αυγούστου 1936 με σκοπό τον απόλυτο έλεγχο του στρατεύματος κατά το επερχόμενο πραξικόπημα. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού υπό το πρίσμα του διαφαινόμενου πολέμου.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων του στρατού ξηράς καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και την απώθηση των Ιταλικών στρατευμάτων στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941 οπότε παραιτήθηκε προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση ενώ επέκρινε το στρατηγό Τσολάκογλου για το σχηματισμό δοσιλογικής κυβέρνησης. Σε τηλεγράφημά του μάλιστα στις 21 Απριλίου 1941 προς το Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου ανέφερε: «Πληροφοροῦμαι ὅτι ἀντιστράτηγος Τσολάκογλου ἀνέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δὲν κατανοήθη παρὰ πάντων ὅτι ὕψιστα συμφέροντα Πατρίδος ἀπαγορεύουσι τοῦτο. Ἐπικαλοῦμαι πατριωτισμὸν πάντων. Στρατὸς δέον ἀγωνισθῆ μέχρις ἐσχάτου ὁρίου δυνατοτήτων του. Ἀντικαταστήσατε ἀμέσως Τσολάκογλου».
Στη διάρκεια της Κατοχής δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση τη Στρατιωτική Ιεραρχία, όπου συμμετείχαν Έλληνες αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με άλλους τέσσερεις αντιστράτηγους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία. Αρχικά ο Βασιλιάς Παύλος τον διόρισε Μεγάλο Αυλάρχη και στις 19 Ιανουαρίου του 1949 ανέλαβε τη Γενική Αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με στόχο την οριστική επικράτηση του εθνικού στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.
Η επιτυχής έκβαση του εμφυλίου πολέμου για τις εθνικές δυνάμεις οδήγησε τη Βουλή των Ελλήνων να ανακηρύξει με ΝΔ στις 17 Οκτωβρίου του 1949 τον Α. Παπάγο σε Στρατάρχη, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Το ίστορικό εκείνο ΝΔ είχε ως εξής:
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
17 Οκτωβρίου 1949
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Τιμής ένεκεν, λόγω των υψίστων υπηρεσιών ας προσήνεγκεν εις την
μαχομένην πατρίδα ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος υπό την ανωτάτην
ηγεσίαν του οποίου οι Ένοπλες Δυνάμεις ετίμησαν κατ΄ επανάληψιν τα
ελληνικά όπλα και κατήγαγον περιλάμπρους νίκας, επιτρέπεται όπως δια
Βασιλικού Διατάγματος απονημηθή εις αυτόν το άξίωμα του
ΣΤΡΑΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Ο Στρατάρχης, πλέον, Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α), σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες για σύμπτυξη των βενιζελογενών δυνάμεων προς τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού είχαν οδηγήσει τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερο ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηριζόταν και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.
Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Ο Βασιλιάς Παύλος, επικαλούμενος εξαπάτηση του Θρόνου με τη διαβεβαίωση του Στρατάρχη να μην πολιτευτεί, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ. στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο αλλά η εντολή δεν εκτελέστηκε. Το βράδυ μεταξύ 30 Μαΐου και 31 Μαΐου εκδηλώθηκε το Κίνημα του ΙΔΕΑ από αξιωματικούς που πίστευαν οτι ο Παπάγος αναγκάστηκε να παραιτηθεί της Αρχιστρατηγίας ύστερα από πιέσεις της βασιλικής οικογένειας. Ο Παπάγος παρέμβει το πρωί της 31 Μαΐου και διέταξε του Κινηματίες να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του Συναγερμού του γαλλικού λαού του Γάλλου Στρατάρχη Ντε Γκωλ, ο "Ελληνικός Συναγερμός" συγκέντρωσε το 36,53%. Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένεια Πλαστήρα και την εκτέλεση Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά.
Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Σε αυτές επικράτησε σαρωτικά ο Παπάγος με ποσοστό 49,22% και 238 κοινοβουλευτικές έδρες. Στις 18 Νοεμβρίου η κυβέρνηση του Στρατάρχη ορκίστηκε ενώπιον του Βασιλιά Παύλου και στις 20 Δεκεμβρίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στην εξωτερική πολιτική η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α. κατανοώντας την ηγετική τους σημασία μεταξύ των χωρών του «ελευθέρου κόσμου» και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Αυτή την περίοδο κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία με αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στο θέμα, επιδιώκοντας την ένωση αντιμετωπίζοντας όμως και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η ελληνική διπλωματία έδρασε επίσημα με προσφυγή στον Ο.Η.Ε. στις 16 Αυγούστου 1954, ενώ είχε προηγηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 1953 συνάντηση του Παπάγου με το Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν χωρίς να υπάρξει συμφωνία. Τελικά η υπόθεση της Κύπρου αποφασίστηκε να μη συζητηθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και ως απότοκα της έντασης ανάμεσα σε ελληνοκυπρίους και τουρκοκυπρίους συνέβησαν τα Σεπτεμβριανά έκτροπα εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, στα οποία η κυβέρνηση αντέδρασε με χλιαρό τρόπο.
Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος απέναντι στο δολλάριο συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα σύμφωνα με την παγκόσμια συνδιάσκεψη του Bretton Woods της 22ης Ιουλίου 1944. Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Ο Μαρκεζίνης θα έρθει σε ρήξη με το Στρατάρχη εξ αιτίας των εσωτερικών συσχετισμών, που ήθελε να διαμορφώσει ο πρώτος μέσα στην κυβέρνηση και θα παραιτηθεί στις 10 Απριλίου 1954 ιδρύοντας το Κόμμα των Προοδευτικών.
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1955 μετά από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη Πρωθυπουργός. Διάδοχός του στην προεδρία της κυβέρνησης ορίστηκε από το Βασιλιά Παύλο ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής.
http://armyalert.blogspot.com/2010/10/blog-post_3460.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών