Είναι παγκοίνως γνωστό, πως μια κύρια αιτία της οικονομικής κρίσης από την οποία και συνεχίζουμε να υποφέρουμε, είναι τα περίφημα CDOs (collateralized debt obligations), τα οποία είναι πακέτα δανείων, κυρίως στεγαστικών, που πωλήθηκαν σε διάφορους τραπεζικούς και άλλους οργανισμούς. Όταν η οικονομία πήρε τα κάτω της, πολλές τράπεζες που δεν ήξεραν καν τι περιέχουν τα CDOs γονάτισαν, με αποτέλεσμα να κλιμακωθεί η κρίση και να μπούμε σε μια πρωτοφανή ύφεση .
Τα παλιά χρόνια, όταν...
οι τράπεζες δάνειζαν για αγορά σπιτιού, κρατούσαν στα χέρια τους την υποθήκη μέχρι να αποπληρωθεί το δάνειο. Έτσι, η τράπεζα είχε κίνητρο ώστε να είναι φερέγγυος ο δανειολήπτης. Και αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο μιας και οι περισσότερες τραπεζικές συναλλαγές γινόντουσαν σε τοπικό επίπεδο όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Μέχρι τη δεκαετία του `30, οι υποθήκες ήταν σπάνιες, και οι περισσότεροι αγόραζαν τα σπίτια τους τοις μετρητοίς. Για αυτό και η ιδιοκτησία κατοικίας ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (στην Αμερική) μέχρι και το τέλος του Β`Π.Π.
Στη δεκαετία του `30, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιούργησε υπηρεσίες όπως η Εθνική Ένωση Υποθηκών, γνωστή ως Fannie Mae, που αγόραζαν τα δάνεια από τις τοπικές τράπεζες, εμπλουτίζοντας έτσι το κεφαλαιακό τους δυναμικό. Αυτό βοήθησε στη ρευστότητα, στις κατασκευές, και έτσι περισσότεροι Αμερικανοί αγόρασαν το δικό τους σπίτι.
Και καθώς οι υποθήκες έγιναν ανταλλάξιμο προϊόν, κάποιος έπρεπε να ελέγχει τα CDOs και να αξιολογεί το ρίσκο τους. Οι τράπεζες στράφηκαν προς τους τρεις κύριους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης: Moody’s, Standard and Poor’s, και Fitch, οι οποίοι από καιρό αξιολογούσαν τα επιχειρηματικά ομόλογα με βαθμολόγηση τύπου ΑΑΑ για το χαμηλότερο ρίσκο, ΒΒΒ για μεσαίο ρίσκο κ.ο.κ. Όμως οι οίκοι αποδείχθηκαν ανεπαρκείς στο να αξιολογήσουν τα CDOs, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια φούσκα στα στεγαστικά, καθώς οι επενδυτές αγόραζαν πακέτα νομίζοντας πως δεν υπάρχει ρίσκο. Αυτό οδήγησε στη διοχέτευση τεράστιων ποσών στην αγορά κατοικίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν ακόμη περισσότερα CDOs προκειμένου να καλύψουν την επενδυτική ζήτηση, που με τη σειρά της οδήγησε σε πτώση των κριτηρίων δανεισμού την οποία δεν εντόπισαν οι οίκοι, παρά μόνο όταν ήταν ήδη αργά.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως η μεροληψία άρχισε να παίζει ρόλο στις αξιολογήσεις, όταν το 1930 η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) αποφάσισε ότι οι τράπεζες δεν θα μπορούσαν να αγοράζουν ομόλογα με βαθμό χειρότερο του ΒΒΒ. Επιπλέον, αποφασίστηκε πως οι μόνες αποδεκτές βαθμολογήσεις είναι αυτές των τεσσάρων αναγνωρισμένων οίκων (Η Standard and Poor’s ήταν τότε δυο διαφορετικοί οίκοι). Έτσι δημιουργήθηκε ένα καρτέλ, που συνεχίζει να κυριαρχεί μέχρι και σήμερα.
Η μεθοδολογία των οίκων, ως απαραίτητο εργαλείο της δουλειάς τους, ήταν και είναι εταιρικό μυστικό. Δεν ήταν ποτέ υποχρεωμένοι να την αποκαλύψουν. Αυτό οδήγησε σε μια πλήρη αδιαφάνεια στη διαδικασία των αξιολογήσεων. Είχαμε λοιπόν μια νομικά κατοχυρωμένη έλλειψη ανταγωνισμού, και μια θεσμοθετημένη αδιαφάνεια. Ως συνέπεια, δεν υπήρχε κανένας αυτορυθμιστικός μηχανισμός που θα εγγυάτο την αντικειμενική αξιολόγηση και που θα απέτρεπε την εισαγωγή μεροληπτικών παραγόντων που θα «έσπρωχναν» τις αξιολογήσεις προς τα πάνω.
Ένα μεγαλύτερο πρόβλημα προέκυψε όταν οι οίκοι άλλαξαν το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Ιστορικά, οι επενδυτές τους πλήρωναν για την αξιολόγηση. Αν ο οίκος έπεφτε έξω συχνά, τότε ο επενδυτής στρέφονταν προς έναν από τους ανταγωνιστές του. Στη δεκαετία όμως του 1970, οι οίκοι στράφηκαν προς ένα μοντέλο στο οποίο ο εκδότης του ομολόγου είναι αυτός που πληρώνει για τη βαθμολόγηση. Αυτό δημιούργησε μια τεράστια σύγκρουση συμφερόντων καθώς ο εκδότης πάντα επιζητεί τον καλύτερο βαθμό και αν δεν τον πάρει, πάει αλλού.
Οι φόβοι για το εταιρικό τους κύρος απέτρεπαν τους οίκους από το να μεροληπτούν για το κέρδος. Όμως όσο περνούσε ο καιρός, το κυνήγι του κέρδους άρχισε να επηρεάζει την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των αξιολογήσεων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές το 2001 με τη πτώχευση της Enron. Και οι τρεις οίκοι είχαν αξιολογήσει θετικά τα ομόλογα της εταιρίας μέχρι λίγες μέρες πριν τη κατάρρευσή της. Αυτό οδήγησε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο να ερευνήσει το όλο καθεστώς και να εντοπίσει μερικά δομικά προβλήματα στη βιομηχανία των αξιολογήσεων.
Τα προβλήματα όμως παρέμεναν, και μάλιστα χειροτέρεψαν με την εμφάνιση των CDOs. Ένας λόγος είναι πως τα ομόλογα με βαθμό ΑΑ ή καλύτερο, δεν απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια. Κανονικά, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν κεφάλαιο ίσο με το 4% της αξίας των υποθηκών που κρατάνε στα χέρια τους. Τα χαρτιά όμως που είχαν εγγύηση του δημοσίου, όπως αυτά που εξέδιδε η Fannie Mae, απαιτούσαν κεφάλαιο ύψους μόλις 1.6% της αξίας. Μόλις τα CDOs με βαθμό ΑΑ πέτυχαν τις ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις με τα εγγυημένα, οι οίκοι πιέστηκαν ακόμη περισσότερο προκειμένου να βαθμολογούν ψηλά, έτσι ώστε να απελευθερωθούν τραπεζικά κεφάλαια για περισσότερες κερδοσκοπικές επενδύσεις.
Οι εκδότες άρχισαν να δημιουργούν νέα προϊόντα σχεδιασμένα να κοροϊδέψουν το σύστημα αξιολόγησης, και να καλύψουν τους εγγενείς κινδύνους τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τόσο σύνθετες που δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν ούτε από αυτούς τους ίδιους τους οίκους. Όμως οι οίκοι δεν το πολυέψαξαν, και υπό τη πίεση που τους ασκούνταν άρχισαν να συμμετέχουν στο παιχνίδι βαθμολογώντας με μεγάλη επιείκεια.
Στη διάρκεια της έρευνας που διεξήχθη από την εξεταστική επιτροπή στα πλαίσια του Financial Crisis Inquiry, ο Keith Johnson που ήταν υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος, κατέθεσε πως παραγκωνίσθηκε από τους οίκους αξιολόγησης όταν τους ανέφερε τα πολλά προβλήματα που είχε εντοπίσει στη ποιότητα των στεγαστικών δανείων που συμπεριλαμβάνονταν σε πολλά CDOs.
Από το 2001, ο καθηγητής του University of San Diego F. Partnoy εντόπισε και ανέφερε πάμπολλα προβλήματα των οίκων, που στη συνέχεια συνετέλεσαν στη φούσκα των στεγαστικών. Κι`όμως, ακόμη και μετά τη μεγάλη κρίση που μεσολάβησε, τα προβλήματα αυτά παραμένουν. Οι οίκοι μάλιστα έχουν αυξήσει τη σημαντικότητα τους, καθώς αξιολογούν πλέον και εθνικά χρέη, κρατικά ομόλογα, κλπ. Μια πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, προειδοποιεί πως μερικές από τις πρακτικές των οίκων, μπορεί να συντελούν ακόμη και στη μεγέθυνση των προβλημάτων με τα χρέη.
Τα προβλήματα των οίκων υπογραμμίζουν την αξία της πληροφόρησης και τους κινδύνους των θεσμοθετημένων μεροληψιών. Δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη λύση. Το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ευχηθούμε είναι μια μεγαλύτερη διαφάνεια και λίγο περισσότερο ανταγωνισμό στη διαδικασία των αξιολογήσεων.
S.A. (The Fiscal Times)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών