Αποφεύγοντας μια επιλεκτική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος, το συμπέρασμα θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: αν ο πρώτος γύρος των δημοτικών/περιφερειακών αποτέλεσε ψυχρολουσία για το κυβερνών κόμμα, ο δεύτερος αποδείχθηκε ανάλογη εμπειρία για την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο δεύτερος γύρος συμπλήρωσε και, ταυτοχρόνως, αποσαφήνισε περαιτέρω το «μήνυμα» του πρώτου, αποκαλύπτοντας ορισμένες ενδιαφέρουσες πτυχές του. Πρώτον,
επιβεβαιώθηκε, καταρχήν, η εξισορρόπηση «προς τα κάτω» του εκλογικού συσχετισμού μεταξύ των δύο κομμάτων. Με βάση τις ψήφους που έλαβαν οι υποψήφιοί τους, κατά τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, το ΠΑΣΟΚ προηγήθηκε της Ν.Δ. με ποσοστό 34,6%, έναντι 32,6%, ενώ με βάση τις 56 υφιστάμενες εκλογικές περιφέρειες, η Ν.Δ. προηγήθηκε σε 32 και το ΠΑΣΟΚ σε 24 (και αντιστοίχως σε 6 από τις 13 περιφέρειες). Σε αυτές τις ενδείξεις θα πρέπει να συνυπολογισθούν και τα δεδομένα που προέκυψαν από τον δεύτερο γύρο: Στις έντεκα επαναληπτικές αναμετρήσεις (χωρίς το Ν. Αιγαίο και την Κρήτη), οι ψήφοι που έλαβαν οι υποψήφιοι περιφερειάρχες του ΠΑΣΟΚ ανήλθαν σε 1.887.252 και αντιστοιχούν στο 50,8% των εγκύρων του δεύτερου γύρου, ενώ οι υποψήφιοι της Ν.Δ. έλαβαν 1.825.361, αριθμός που αντιστοιχεί στο 49,2%. Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ εξέλεξε 8 περιφερειάρχες, έναντι 5 της Ν.Δ. Ο συσχετισμός 7-6 σε προβάδισμα υπέρ του ΠΑΣΟΚ, κατά τον πρώτο γύρο, ή 8-5 στον αριθμό των αξιωματούχων κατά τον δεύτερο γύρο, συνιστά μεταβολή, σε σύγκριση με το 13-0 των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Δεύτερον, το «ράπισμα» της αποχής στον β΄ γύρο, ίσως αποδειχθεί μακροπρόθεσμα ηχηρότερο. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Public Issue, η πραγματική αποχή στον δεύτερο γύρο αυξήθηκε από 27,3% σε 44% (+16,7%). Περίπου 1.235.000 ψηφοφόροι, ενώ προσήλθαν στον πρώτο γύρο, επέλεξαν στον δεύτερο την αποχή. Δεν πρόκειται προφανώς για την -ιστορικά- συνήθη αύξηση της αποχής, σε δεύτερο γύρο αυτοδιοικητικών εκλογών. Το ίδιο αποδεικνύεται και από την αύξηση, κατά 32% μεταξύ των δύο γύρων, που παρατηρήθηκε π. χ. στα λευκά ψηφοδέλτια, με περίπου 65.000 περισσότερα στις επαναληπτικές περιφερειακές αναμετρήσεις. Τρίτον, στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης έλαβαν αθροιστικά το 67,2% των ψήφων, ενώ όλα τα υπόλοιπα το 32,8%. Στις 11 περιφέρειες, στις οποίες υπήρξε επαναληπτική εκλογή, το ποσοστό αυτό μεταφράστηκε (στον α΄ γύρο) σε 1.609.000 «αντιδικομματικούς» ψηφοφόρους. Ο δεύτερος γύρος αποκάλυψε, ότι αυτοί οι ψηφοφόροι, οι οποίοι δεν επέλεξαν τους υποψηφίους των δύο μεγάλων κομμάτων στον πρώτο γύρο, δεν τους επέλεξαν ούτε στον δεύτερο, σε ποσοστό που μπορεί να προσεγγίζει και το 77% (δηλαδή σχεδόν 8 στους 10). Σε συνθήκες κρίσης και κατακερματισμού του κομματικού συστήματος, ουσιαστικά, ακυρώνεται η διπολική λογική του εκλογικού συστήματος των δύο γύρων. Το γεγονός ότι το «παραταξιακό» δίλημμα δεν λειτουργεί, ίσως να σημαίνει ότι η «χειραφέτηση» των πολιτών από τον δικομματισμό είναι αυτήν τη φορά ισχυρότερη. Υποθέτουμε ότι η περιφερειακή επιρροή των κομμάτων, όπως και παλαιότερα η νομαρχιακή, προσεγγίζει σε σημαντικό βαθμό την αντίστοιχη βουλευτική. Ωστόσο, σε ποια επακριβώς βουλευτική επιρροή αντιστοιχεί η καταγεγραμμένη περιφερειακή ψήφος της 7ης Νοεμβρίου δεν μπορεί κανείς να αποφανθεί εύκολα. Και τούτο, όχι μόνον λόγω της έλλειψης ιστορικού προηγούμενου, αλλά και της ίδιας της δυναμικής, που αναπτύσσει κάθε εκλογικό αποτέλεσμα, άρα και το πρόσφατο.
"Καθημερινή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών