Κυριακή, Μαρτίου 25, 2012

Παπαφλέσσας: «Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος, και αυτή είναι η ώρα…»

Η απειλή του Ιμπραήμ ύστερα από τη νίκη του στο Κρεμμύδι και στη Σφακτηρία, πάγωσε το Μωριά αλλά φαίνεται πως δεν ανησύχησε και πολύ τους ηγέτες της κυβέρνησης, στο Ναύπλιο. Οι Ζαήμηδες που είχαν καταφύγει στη Ρούμελη για να γλυτώσουν από τον κατατρεγμό των κυβερνητικών καθώς και ο Νικηταράς, γύρισαν αμέσως στο Μωριά και προσπάθησαν να μαζέψουν κόσμο για να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο όμως πίστευαν πως έκαναν αυτή τη στρατολογία για να επιτεθούν εναντίον τους!
Μόνο ένας μπαρουτοκαπνισμένος οπλαρχηγός μπόρεσε να σταθεί στο ύψος του, να καταλάβει το πόσο κινδύνευε ο Μωριάς και η επανάσταση και να προσπαθήσει να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Κι’ αυτός ήταν ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, που τον τελευταίο καιρό είχε συνταχθεί με την κυβέρνηση και είχε γίνει ένας από τους πιο φανατικούς αντίπαλους του Κολοκοτρώνη.
Στην αρχή της επανάστασης ήταν.....
με το μέρος του Κολοκοτρώνη, μα δεν άργησε να συνταχθεί με τους κυβερνητικούς και να μπλέξει στις πολιτικές ραδιουργίες.
Με τον ερχομό του Ιμπραήμ κατάλαβε τρομερό κίνδυνο που απειλούσε την επανάσταση. Κι επειδή η ηγεσία της Ελλάδας αργούσε να πάρει αποφάσεις, πήρε τη δική του απόφαση. Θα χτυπούσε τον Ιμπραήμ μόνος του, με όσα παλικάρια μπορούσε να τραβήξει κοντά του, μια και οι Ρουμελιώτες είχαν στο μεταξύ φύγει από το Μωριά. Είχε ακόμα το θάρρος και την εντιμότητα να ζητήσει από την κυβέρνηση ν’ αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη. Ήξερε ότι ο Γέρος ήταν ο μόνος κατάλληλος να πάρει στους ώμους του το βάρος του καινούργιου αγώνα μα η κυβέρνηση δεν τον άκουσε.
Έφθασε στην Τριπολιτσά και άρχισε με τη βοήθεια του αδελφού του Νικήτα να συνάζει το στρατό του. Τρεις μέρες αργότερα ξεκινούσε για τη Μεσσηνία. Βιαζόταν να προλάβει τον Ιμπραήμ πριν φύγει από το Νιόκαστρο. Είχε συγκεντρώσει κάπου 1.600 πολεμιστές. Άλλους τόσους περίπου του είχε υποσχεθεί ότι θα συγκέντρωνε και ο Πλαπούτας. Στο μεταξύ έγραψε στην κυβέρνηση ζητώντας ξανά την αποφυλάκιση του Γέρου.
Φθάνοντας στη Μεσσηνία, σταμάτησε στη Δραήνα. Εκεί έμαθε ότι ο Ιμπραήμ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει από το Νιόκαστρο. Αποφάσισε να του στήσει καρτέρι έξω από το Μανιάκι, όπου υπήρχαν μερικοί απότομοι λόφοι. Εκεί θα μπορούσε να ταμπουρωθεί άνετα και να πολεμήσει τις ορδές των Αιγυπτίων.
Στη Δραήνα έλαβε ένα γράμμα από τον αδελφό του — που είχε μείνει πίσω, συνεχίζοντας τη στρατολογία — με το οποίο τον συμβούλευε να μην επιχειρήσει να σταματήσει στη Μεσσηνία τον Ιμπραήμ, αλλά να περάσει στη Μάνη. Από τα βουνά θα μπορούσαν να χτυπούν με μεγαλύτερη ευκολία τον Αιγυπτιακό στρατό και να ξεφεύγουν χωρίς απώλειες. Μα ο Παπαφλέσσας είχε πάρει την απόφασή του. Θα πολεμούσε τον Ιμπραήμ στο Μανιάκι, παραγνωρίζοντας όλους τους κινδύνους. Θα έκανε και κείνος ό,τι έκανε στα παλιά τα χρόνια ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και πριν λίγο καιρό ο Διάκος στην Αλαμάνα. Θα πολεμούσε για να νικήσει ή να πεθάνει. Κι έστειλε αυτή την απάντηση στον αδελφό του, όπως τη βρήκαμε στην εξάτομη «Ελληνική Επανάσταση» του Δ. Κόκκινου, από τις εκδόσεις «Μέλισσα»:
«Νικήτα, Έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος, και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα τον Ιμβραήμ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαις».
Ο Παπαφλέσσας, όπως μας δίνει να καταλάβουμε η επιστολή, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει και να πεθάνει. Λένε πως τάχα είχε δει τις προηγούμενες μέρες ένα άσχημο όνειρο, που προμάντευε το θάνατό του. Αλλά και από τη σπάλα ενός αρνιού είχε δει άσχημα σημάδια. Οι αγωνιστές του εικοσιένα συνήθιζαν, όταν έψηναν ένα αρνί, να κοιτάζουν τη σπάλα του πράγμα που έκαναν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Πίστευαν ότι πάνω στο διαφανές αυτό κόκκαλο της πλάτης, «γράφονται» τα μελλούμενα...
Έφυγε λοιπόν για το Μανιάκι στις 16 του Μάη ο Παπαφλέσσας, χωρίς να περιμένει τον αδελφό του και τον Πλαπούτα. Οι πιο σημαντικοί οπλαρχηγοί που τον ακολούθησαν ήταν ο Κεφάλας και ο Παπα-Γιώργης. Ταμπουρώθηκαν σε τρία υψώματα και στις 18 του Μάη πήραν την πληροφορία ότι ο Ιμπραήμ έρχεται καταπάνω τους με πολλές χιλιάδες στρατό.
Ο Κεφάλας και ο Παπα-Γιώργης δεν άργησαν να καταλάβουν ότι η άμυνά τους δεν επρόκειτο να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Κατάλαβαν ακόμα ότι το τέλος τους ήταν σίγουρο. Προσπάθησαν τότε να πείσουν τον Παπαφλέσσα να φύγουν και να τον πολεμήσουν με περισσότερη σιγουριά και επιτυχία, από τα βουνά. Μα εκείνος τους μάλωσε και τους δύο, τους έριξε στο φιλότιμο κι’ έτσι αποφάσισαν να μείνουν, να πολεμήσουν και να πεθάνουν μαζί του. Αρκετοί όμως από τους πολεμιστές, άλλοι κρυφά και άλλοι φανερά, εγκατέλειψαν τα ταμπούρια τους, προτιμώντας να ζήσουν και να πολεμήσουν κάπου αλλού τον Ιμπραήμ.
Και να που ο στρατός του Ιμπραήμ έφθασε στο Μανιάκι. Και δεν ήταν ο ασύνταχτος στρατός των Τούρκων. Ο Ιμπραήμ είχε πολλά κανόνια, είχε μηχανικό, είχε πειθαρχημένο ιππικό και προπαντός πολλούς Ευρωπαίους αξιωματικούς που ήταν έμπειροι στον πόλεμο.
Το πρωί, στις 20 του μήνα, άρχισε η πρώτη επίθεση των Αιγυπτίων με πυκνά πυρά. Άναψαν με μιας και σι τρεις λόφοι από τα καριοφίλια των λιγοστών Ελλήνων. Κάθε βόλι τους έριχνε κάτω κι’ ένα εχθρικό κορμί. Αλλά, πόσους να σκοτώσουν όταν ο κάμπος είχε μαυρίσει από τις χιλιάδες του στρατού του Ιμπραήμ;
Οι αξιωματικοί του δεν υπολόγιζαν τις απώλειες και έδιναν συνέχεια διαταγές στους στρατιώτες τους να προχωρούν. Δεκάδες κορμιά έπεφταν στις πλαγιές των λόφων και το αίμα των αραπάδων πότιζε τη Μεσσηνιακή γη. Ο Παπαφλέσσας πυροβολούσε συνέχεια με το καριοφίλι του κι’ όταν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ πλησίασαν αρκετά, άρπαξε τις δυο του πιστόλες. Μελαχροινός, μπαρουτοκαπνισμένος, άγριος, με μάτια που άστραφταν, πολεμούσε ορθός, χωρίς να υπολογίζει το θάνατο.
Το μεσημέρι κόπασε η επίθεση του Ιμπραήμ, για να φάνε οι στρατιώτες του. Η καινούργια επίθεση είχε περισσότερο πείσμα Και μεγαλύτερη ένταση. Μα οι Έλληνες κρατούσαν ακόμα γερά. Ο Πλαπούτας που πλησίαζε στο Μανιάκι με τους άντρες του, έριξε μερικές μπαταριές για να δώσει θάρρος στον Παπαφλέσσα και τους πολεμιστές του. Ωστόσο δεν πήρε μέρος στη μάχη. Δεν πρόλαβε να μπει στη μάχη ούτε ο αδελφός του Παπαφλέσσα, που ερχόταν με εφτακόσια περίπου παλικάρια.
Ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να μπει ανάμεσα στους πολεμιστές του για να τους δώσει θάρρος και τους ζήτησε να τελειώνουν μια ώρα γρηγορότερα μ’ αυτή τη χούφτα των γκιαούρηδων. Μέτρο στο μέτρο οι Αιγύπτιοι, και πληρώνοντας με πολύ αίμα την επίθεσή τους, σκαρφάλωσαν στις πλαγιές των λόφων. Τα καριοφίλια των Ελλήνων σίγησαν τώρα, για να μπουν σε δράση τα γιαταγάνια και τα μαχαίρια, μια και ο εχθρός άρχισε να πηδάει στα ταμπούρια τους. Κι’ αυτή η άγρια μάχη σώμα με σώμα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αιγύπτιους, δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Σε τέτοιες περιπτώσεις νικάει ο αντίπαλος που έχει τη μεγαλύτερη αριθμητική δύναμη...
Άρχισε να σουρουπώνει όταν η μάχη πήρε τέλος. Στις κορυφές και των τριών υψωμάτων ανέμιζαν τώρα τα μπαϊράκια των Αιγυπτίων. Οι γενναίοι Έλληνες υπερασπιστές κείτονταν όλοι νεκροί, αφού έκαναν και με το παραπάνω το καθήκον τους. Νεκρός ήταν και ο ηρωικός Παπαφλέσσας, με κομμένο πέρα ως πέρα το κεφάλι. Νεκρός ήταν και ο Κεφάλας με τον Παπα- Γιώργη... Νεκροί όλοι οι Σπαρτιάτες του 1821...
Ο Ιμπραήμ, νικητής κι’ αυτής της μάχης, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει την απελπισμένη, την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων και ιδιαίτερα του Παπαφλέσσα.
— Να ψάξετε ανάμεσα στους νεκρούς και να μου τον φέρετε εδώ! έδωσε τη διαταγή στους στρατιώτες του.
Σε λίγο του έφεραν το ακέφαλο σώμα του Παπαφλέσσα.
— Θέλω και το κεφάλι του! έδωσε καινούργια διαταγή ο Ιμπραήμ.
Έφεραν και το κεφάλι του. Διάταξε τότε τους στρατιώτες του να στηρίξουν ορθό το σώμα του μεγάλου αντιπάλου του στον κορμό ενός δέντρου. Οι αραπάδες έδεσαν το κορμί του Παπαφλέσσα στον κορμό, στήριξαν πάνω στον κομμένο λαιμό το κεφάλι και ο θρυλικός οπλαρχηγός έμοιαζε τώρα ζωντανός.
Είχε βγει το φεγγάρι πάνω από το πεδίο της άγριας μάχης, όταν ο Ιμπραήμ μέσα στην απόλυτη σιγή, με αργά βήματα πλησίασε το δέντρο. Κοίταξε για μερικά λεπτά ακίνητος το γενναίο αντίπαλό του κι’ ύστερα σκύβοντας, τον φίλησε στο κρύο του μάγουλο και ψιθύρισε:
— Είναι κρίμα να πεθαίνουν τέτοιοι λεβέντες!
Έτσι πέθανε ο ατίθασος, ο αεικίνητος, ο γενναίος Παπαφλέσσας. Έδωσε τη ζωή του στον ιερό αγώνα. Δεν κατάφερε να νικήσει τον Ιμπραήμ, αν και τα βόλια του θέρισαν εκατοντάδες πολεμιστές του. Ωστόσο υπάρχουν στον πόλεμο μερικές ήττες που αξίζουν όσο χίλιες νίκες μαζί...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών