Δευτέρα, Απριλίου 30, 2012

Η στάση της κομμουνιστικής Βουλγαρίας στο "Μακεδονικό Ζήτημα" μεταπολεμικά (1945-1990)



Στάλιν - Δημητρώφ
 από ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η στάση που ακολούθησε η κομμουνιστική Βουλγαρία στο Μακεδόνικο Ζήτημα, μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, διαμορφώθηκε υπό την επίδραση πολλών και ποικίλων παραγόντων. Καθοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση της αναδείχτηκαν το ιδεολογικό σύμπλεγμα που δημιούργησε στα κομμουνιστικά κόμματα η Κομμουνιστική Διεθνής με τη θέση που υιοθέτησε για «μακεδόνικο έθνος» ήδη από το 1934, η ανάγκη να αντιμετωπιστούν δραστικά οι εδαφικές διεκδικήσεις που η Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ήγειρε με τη συνεπικουρία του Βελιγραδίου επί του βουλγάρικου τμήματος της Μακεδονίας, η αναγνώριση ή η αμφισβήτηση της ύπαρξης «μακεδόνικης μειονότητας» στη Βουλγαρία καθώς και η διακύμανση των διπλωματικών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας.

Η πολιτική του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος μετά το 1948 επικεντρώθηκε σε μία δύσκολη προσπάθεια σύζευξης της ιδεολογικής παρακαταθήκης «του μακεδονισμού» με τα βουλγαρικά εθνικά συμφέροντα: της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Βουλγαρίας, της απονεύρωσης της θέσης για την ύπαρξη «μακεδόνικης μειονότητας» στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας με την επισήμανση των στενών σχέσεων Βουλγάρων και «Μακεδόνων», της άρνησης τελικά της ύπαρξης «μακεδόνικης μειονότητας» στη Βουλγαρία και της αμφισβήτησης της ιστορικότητας του «μακεδόνικου έθνους». Η βουλγαρική στάση στο Μακεδόνικο διήλθε από παλινωδίες και αντιφάσεις, ανάλογα με την πορεία των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, έως ότου αποκρυσταλλωθεί τελικά το 1963.


Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα αναγνώριζε ήδη από το 1934 την ύπαρξη «μακεδόνικου έθνους», αλλά κατά βάση σε θεωρητικό επίπεδο. Στη διάρκεια του ....
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν διαφοροποιήθηκε επί της ουσίας από την πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Φίλωφ στο Μακεδόνικο. Καταδίκασε το βουλγαρικό σύστημα διοίκησης στη σερβική Μακεδονία αλλά όχι την πράξη της ένωσης της σερβικής Μακεδονίας με τη Βουλγαρία. Δεν πίστευε ότι υπήρχαν συνθήκες για ένοπλη αντίσταση κατά των γερμανοβουλγαρικών φσιστικών στρατευμάτων, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχτεί τη μετάλλαξη του Μακεδόνικου από βουλγαρικό σε γιουγκοσλαβικό ζήτημα και είχε την άποψη ότι έπρεπε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη λύση του Μακεδονικού. Όταν στις 29 Νοεμβρίου 1945 η Δεύτερη Αντιφασιαστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (στο Γιάϊτσε της Βοσνίας), ποδηγετούμενη από τον Τίτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, αποφάσισε την ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας και άφησε να εννοηθεί ότι ολόκληρη η Μακεδονία θα εντασσόταν στη νέα γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, επιλέγοντας τον Ντημήταρ Βλάχωφ ως εκπρόσωπο της ελληνικής Μακεδονίας και τον Βλαντιμήρ Ποπτόμωφ ως εκπρόσωπο της βουλγαρικής Μακεδονίας, το Πατριωτικό Μέτωπο της Βουλγαρίας αντέδρασε. Η θέση που διακήρυξε το Πατριωτικό Μέτωπο (το αντίστοιχο ΕΑΜ της Βουλγαρίας, που συγκροτήθηκε το 1942 από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες, τη στρατιωτική οργάνωση «Ζβενό» για τη διεξαγωγή αντίστασης στη Βουλγαρία κατά των Γερμανών, αλλά μόλις το 1944 άρχισε να σημειώνει κάποιες επιτυχίες) ήταν «ενιαία, ελεύθερη και κυρίαρχη Μακεδονία». Προκλήθηκε έτσι διένεξη μεταξύ Βουλγάρων και Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Ο Τίτο απευθύνθηκε στον Δημητρώφ που ήταν στη Μόσχα. Η Κομμουνιστική Διεθνής είχε ήδη διαλυθεί (1943) και στη θέση της λειτουργούσε μία «Σλαβική Επιτροπή», καθώς η Σοβιετική Ένωση καλλιεργούσε ένα πνεύμα σλαβικής αλληλεγγύης στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με σοβιετική παρότρυνση οι Τίτο και Δημητρώφ συμφώνησαν να μην ανακινούνται στη διάρκεια του πολέμου ζητήματα σχετικά με τα σύνορα και ότι το Μακεδόνικο θα επιλύονταν στο πλαίσιο μίας ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων.




Στη φωτογραφία ο Τίτο (δεξιά) με τον Δημητρώφ

Μετά την ίδρυση του κράτους των Σκοπίων (2 Αυγούστου 1944), «της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», και την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας (1944/45) εντάθηκαν οι πιέσεις του Βελιγραδίου και των Σκοπίων στη Βουλγαρία για την ένταξη της βουλγαρικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική. Σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η οποία ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη και καταξιωμένη λόγω της αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων και της συμβολής της στη συμμαχική νίκη, η Βουλγαρία του Δημητρώφ ήταν μία ηττημένη χώρα, χωρίς ακόμα διεθνή υπόσταση. Έτσι, διαπραγματευόταν με το Βελιγράδι από μειονεκτική θέση και υπό εξωτερική πίεση. Η Βουλγαρία έπρεπε όχι μονάχα να αποδεχτεί τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και να αναγνωρίσει την ύπαρξη «μακεδόνικου έθνους» με τους γιουγκοσλάβικους όρους, αλλά και να εκχωρήσει το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας στη «Λαϊκή Δημοκρατία τη Μακεδονίας» εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, στο όνομα του «μακεδονισμού».

Ο Δημητρώφ εφάρμοσε μία παρελκυστική τακτική και έθεσε όρους για εδαφικές ανακατατάξεις: 1) αποσαφήνιση του χαρακτήρα του νοτιοσλαβικού κρατικού μορφώματος. Η Γιουγκοσλαβία πρότεινε στη Βουλγαρία να ενταχθεί ως έβδομη Δημοκρατία στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία με τα ίδια δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων Δημοκρατιών, πράγμα που θα σήμαινε την απορρόφηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η Βουλγαρία όμως δεν ήθελε να απολέσει την κρατική της κυριαρχία και αντιπρότεινε ένα είδος συνομοσπονδίας σε ισότιμη βάση. 2) επιστροφή των «δυτικών επαρχιών», των πόλεων Τσάριμπροντ και Μποσίλεφγραντ που προσάρτησαν οι Σέρβοι από τη Βουλγαρία το 1920 για στρατηγικούς λόγους, για να ελέγχουν τη Σόφια. Σε τελευταία ανάλυση η ικανοποί-ηση των βουλγαρικών εδαφικών διεκδικήσεων επί της Δυτικής Θρά-κης ήταν και ένας επιπλέον όρος για τις παραχωρήσεις της Βουλγαρί-ας. Οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές διαφωνίες και οι αγγλικές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο ένωσης της Βουλγαρίας με τη Γιουγκοσλαβία, πράγμα που θα συνιστούσε απειλή για την Ελλάδα, είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή παύση των διαπραγματεύσεων.

Στα Σκόπια πάλι είχε ήδη αρχίσει η διαδικασία της σλαβομακεδονικής «εθνογένεσης» σε αντιβουλγαρική κυρίως βάση. Εξαρθρώθηκαν οι διάφορες βουλγαρικές οργανώσεις που θεωρούσαν τεχνητό το «μακεδόνικο έθνος», oι καταλήξεις των ονομάτων άλλαξαν σε -ovski από -ov (Popovski - Popov), δημιουργήθηκε μία λόγια γλώσσα με βάση τις κεντρικές διαλέκτους, με προσανατολισμό προς το σερβικό αλφάβητο και με απομάκρυνση από το βουλγαρικό, εισήχθησαν πολλές σερβικές λέξεις για αφηρημένες κυρίως έννοιες, ιδρύθηκε μία αυτόνομη ορθόδοξη εκκλησία σε κανονική σχέση με το σερβικό Πατριαρχείο,προπαγανδίστηκε η «ιστορική συνεχεία του μακεδόνικου λαού από το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ», προβλήθηκε «η μακεδόνικη Μεγάλη Ιδέα», η ένωση δηλαδή της Μακεδονίας με αφετηρία τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο της «μακεδόνικης» ενοποίησης.

Τον Ιούνιο του 1946, ενόψει της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων, ο Στάλιν παρενέβη στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδόνικο. Παρότρυνε τους Βουλγάρους κομμουνιστές να παραχωρήσουν πολιτιστική αυτονομία στο σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας με σκοπό τη «μακεδονοποίησή του», αλλά να μην επιδείξουν βιασύνη στο ζήτημα της ένωσης της βουλγαρικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, παρά μονάχα όταν τεθεί ζήτημα επιστροφής των δυτικών επαρχιών (Τσάριμπροντ, Μποσίλεφγκρταντ). Με απόφαση της η Δέκατη Ολομέλεια του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος (9-10 Αυγούστου 1946) αναγνώρισε ακόμα μία φορά επίσημα την ύπαρξη «μακεδόνικου έθνους», θεώρησε τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο της ενοποίησης της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά έθεσε τη διαδικασία αυτή σε συνάρτηση με τη σύναψη συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας - Γιουγκοσλαβίας και με την επιστροφή των δυτικών επαρχιών. Ήταν προφανές ότι η πολιτική του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος διαμορφωνόταν κάτω από εξωτερική πίεση. Η Βουλγαρία προσήγαγε σε δίκη τη VMRO ως «σοβινιστική, αντισοσιαλιστική οργάνωση», διέλυσε τις μακεδόνικες αδελφότητες, τους συλλόγους δηλαδή των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων, παρέδωσε τα λείψανα του μέχρι τότε εθνικού ήρωα των Βουλγάρων, του Γκότσε Ντέλτσεφ, στα Σκόπια και κατήργησε το Μακεδόνικο Επιστημονικό Ινστιτούτο (1947) που ασχολούνταν με την ιστορία των Βουλγάρων της Μακεδονίας. Στην απογραφή του πληθυσμού το Δεκέμβριο του 1946 η περιφερειακή επιτροπή του Πατριωτικού Μετώπου στην Άνω Τζουμαγιά δημοσίευσε εγκύκλιο στην οποία τονιζόταν ότι η εγγραφή του πληθυσμού ως «μακεδόνικου» ήταν η πιο σωστή. Κατά την απογραφή από τους 252.575 κατοίκους της βουλγαρικής Μακεδονίας 160.641 άτομα δηλώθηκαν ως «Μακεδόνες», αλλά μονάχα 28.611 απ’ αυτά δήλωσαν τη «μακεδόνικη» ως μητρική τους γλώσσα. Επίσης, από τις 600.000 προσφυγών από τη Μακεδονία που ζούσαν στη Βουλγαρία μονάχα 8.903 δηλώθηκαν ως «Μακεδόνες». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πληθυσμός στη συντριπτική του πλειοψηφία, είχε βουλγαρική συνείδηση και είχε ενεργήσει υπό την επήρεια φόβου.

Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης (Αύγουστος 1946 - Φεβρουάριος 1947) η Γιουγκοσλαβία υποστήριξε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Δυτικής Θράκης και παραιτήθηκε από τις βουλγαρικές πολεμικές επανορθώσεις ως αντάλλαγμα για την μέχρι τότε πολιτική της Βουλγαρίας στο Μακεδόνικο. Αλλά η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης επιδίκασε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα (10.2.1947), ενώ το Μάρτιο του 1947 εξαγγέλθηκε η αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τη Βουλγαρία περισσότερο επιφυλακτική στο Μακεδόνικο, εφόσον ήταν πλέον δύσκολη η εδαφική διέξοδος της στο Αιγαίο. Έτσι, στη βουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνδιάσκεψη του Μπλεντ (27 Ιουλίου - 1 Αυγούστου 1947) η βουλγαρική αντιπροσωπεία έθεσε πάλι ως όρο τη συγκρότηση της νοτιοσλαβίας για μια συνολική λύση του Μακεδόνικου. Η μόνη υποχώρηση της Βουλγαρίας ήταν η παραχώρηση πολιτιστικής αυτονομίας στη βουλγαρική Μακεδονία για τη διαμόρφωση «μακεδόνικης» συνείδησης, χωρίς όμως να θιγεί η κρατική κυριαρχία της Βουλγαρίας. Η σχετική απόφαση είχε ως εξής:

«1. Mέχρι της οριστικής διευθέτησης τον ζητήματος της ένωσης τον μακεδόνικου τμήματος της Βουλγαρίας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, το τμήμα αυτό υπάγεται πλήρως στη δικαιοδοσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Δεν επιτρέπεται καμιά ανάμιξη των οργάνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην περιοχή αυτή. Οι επαφές ανάμεσα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας και στο μακεδόνικο τμήμα της Βουλγαρίας θα πραγματοποιούνται μέσω των κυβερνήσεων της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.

2.  θα ληφθούν όλα τα μέτρα για την εκλαϊκευση στη Βουλγαρία, ιδιαίτερα στο μακεδόνικο τμήμα, των δραστηριοτήτων και των επιτευγμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως και για την εκλαϊκευση στη Γιονγκοσλαβία, ιδιαίτερα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, των δραστηριοτήτων και των επιτευγμάτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και των επιτευγμάτων στο μακεδονικό τμήμα.

3.  Για την πολιτική προσέγγιση τον μακεδόνικου πληθυσμού της Βουλγαρίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας θα οικοδομηθεί στο μακεδόνικο τμήμα μια σειρά πολιτιστικών ιδρυμάτων, όπως μακεδόνικο θέατρο, μακεδόνικη βιβλιοθήκη κλπ., όπως επίσης και θα εισαχθεί στα βουλγαρικά σχολεία του μακεδόνικου τμήματος η εκμάθηση της μακεδόνικης λόγιας γλώσσας και της ιστορίας του μακεδονικού λαού.

4. Και οι δύο κυβερνήσεις συμφωνούν στην αρχή, ότι η ένωση του μακεδόνικου τμήματος με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας θα πραγματοποιηθεί στη βάση μιας μελλοντικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με την ταυτόχρονη επιστροφή των δυτικών βουλγαρικών επαρχιών στη Βουλγαρία. Τώρα δεν τίθεται το ζήτημα και δεν διεξάγεται προπαγάνδα για την άμεση ένωση του μακεδόνικου τμήματος της Βουλγαρίας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Στη Συνδιάσκεψη του Μπλεντ συζητήθηκαν θέματα σχετικά με την υπογραφή συμφώνου φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας, την τελωνειακή ένωση μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, την αποκατάσταση οδικής και σιδηροδρομικής επικοινωνίας και την ασφάλεια των συνόρων από τις προκλήσεις του μοναρχοφασισμού. Ωστόσο, οι, Τίτο και Δημητρώφ προχώρησαν σε μία σειρά κινήσεων, χωρίς να ενημερώσουν τον Στάλιν. Μονογράφησαν στο Μπλεντ το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας. Ο Στάλιν, φοβούμενος αμερικανικά αντίποινα από τη στενή προσέγγιση Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας, αντέδρασε έντονα και άσκησε κριτική στον Τίτο και στον Δημητρώφ για τη δημοσιοποίηση του συμφώνου, πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ η συνθήκη ειρήνης και η Βουλγαρία αποκτήσει νομική υπόσταση.

«Δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί η συγκατάθεση για το κείμενο του συμφώνου. Για τη Βουλγαρία και τη Γιουγκουσλαβία μεγαλύτερη βαρύτητα έχει ο εξωτερικός κίνδυνος και όχι ο εσωτερικός. Γενικά είναι εντελώς απαράδεκτο που όλα αυτά έγιναν πριν από την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης με τη Βουλγαρία. Οι Αγγλο-Αμερικανοί θα εκμεταλλευτούν το γεγονός αυτό για να αυξήσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Η σοβιετική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προειδοποιήσει ότι δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για συμφωνίες μεγάλης σπουδαιότητας που υπογράφτηκαν χωρίς τη συμβουλή της», δήλωσε ο Στάλιν στον Δημητρώφ στις 13 Αυγούστου 1947. Μόνο μετά την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης από την αμερικανική γερουσία έδωσε ο Στάλιν τη συγκατάθεση του για την υπογραφή του βουλγαρο-γιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας. Το σύμφωνο υπογράφτηκε στις 27 Νοεμβρίου 1947 στο Ευξείνωφγκραντ (περιοχή Βάρνας).

Στη βουλγαρική Μακεδονία έφθασαν τελικά στη διάρκεια του Δεκεμβρίου 1947 93 δάσκαλοι από τα Σκόπια για τη διδασκαλία της «μακεδόνικης γλώσσας», όπως αυτή κωδικοποιήθηκε στα Σκόπια, ενώ 200 δάσκαλοι από τη βουλγαρική Μακεδονία στάλθηκαν στα Σκόπια για την παρακολούθηση ενός εξαμηνιαίου κύκλου εκμάθησης της «μακεδόνικης γλώσσας» και 100 φοιτητές από τη βουλγαρική Μακεδονία με υποτροφία της κυβέρνησης των Σκοπίων άρχισαν να σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων. Άνοιξαν «μακεδόνικα» βιβλιοπωλεία στο Πετρίτσι, στην Άνω Τζουμαγιά, στο Σαντάνσκυ, κινητή βιβλιοθήκη και κινητός κινηματογράφος από τα Σκόπια περιόδευε τη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ στην Άνω Τζουμαγιά άρχισε να λειτουργεί και θέατρο με παραστάσεις στη «μακεδόνικη» γλώσσα. Το υπουργείο Παιδείας της Βουλγαρίας πάλι αποφάσισε ορισμένες διορθωτικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων ιστορίας που τυπώθηκαν μετά την 9η Σεπτεμβρίου 1944. Τις διορθώσεις αυτές έπρεπε να επισημαίνουν οι ντόπιοι δάσκαλοι κατά τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Για παράδειγμα, το κράτος του Σαμουήλ δεν έπρεπε να ονομάζεται «δυτικό βουλγαρικό κράτος», όπως αναφερόταν στο εγχειρίδιο, αλλά κράτος των Μακεδόνων Σλάβων στο οποίο δεν μπορούσε να υπάρχει εθνική συνείδηση. Οι Κλήμης και Ναούμ, μαθητές των Κυρίλλου και Μεθοδίου, έπρεπε να εξαίρονται ως διαφωτιστές και λόγιοι των Νοτίων Σλάβων και όχι των Βουλγάρων. Οι αδελφοί Μιλαντίνωφ να μην αναφέρονται ως εκπρόσωποι της βουλγαρικής αναγέννησης, αλλά ως ενσαρκωτές των κοινών αγώνων Βουλγάρων και «Μακεδόνων» κατά των Φαναριωτών. Το «μακεδόνικο κίνημα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας» δεν έπρεπε να ερμηνεύεται ως βουλγαρικό εθνικό κίνημα, αλλά ως εκδήλωση συμπάθειας των προοδευτικών κύκλων της Βουλγαρίας προς τους υπόδουλους «Μακεδόνες».

Σύντομα ωστόσο προέκυψαν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των ντόπιων δασκάλων με τους νεήλυδες από τα Σκόπια. Ντόπιοι Βούλγαροι δάσκαλοι αρνήθηκαν να προβούν στις διορθώσεις που είχε ορίσει το υπουργείο Παιδείας και συνέχιζαν να διδάσκουν την ιστορία της Μακεδονίας ως τμήμα της βουλγαρικής ιστορίας. Έτσι, συχνά προκαλούνταν μία σύγχυση στους μαθητές, όταν στα σχολικά βουλγαρικά εγχειρίδια η ιστορία της Μακεδονίας καταγραφόταν ως αναπόσπαστο μέρος της βουλγαρικής ιστορίας, ενώ οι δάσκαλοι από τα Σκόπια τη δίδασκαν ως αυθύπαρκτη ενότητα. Η συμπεριφορά των δασκάλων από τα Σκόπια υπήρξε γενικά υπεροπτική. Αφαιρούσαν τα πορτραίτα του Δημητρώφ, του Μπότεφ και του Λέσφκυ από τα σχολεία, αφήνοντας μονάχα τα πορτραίτα του Τίτο και του Κολισέφσκυ και προπαγανδίζοντας ότι η ένωση της βουλγαρικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική ήταν ζήτημα χρόνου. Η σερβοποιημένη γλώσσα των Σκοπίων δεν ήταν βέβαια ακατανόητη στις προσωπικές συζητήσεις, αλλά απαιτούνταν η καταβολή προσπάθειας για την εκμάθηση της, ώστε να εκφράζεται κανείς σωστά στο γραπτό και στον προφορικό λόγο. Οι δάσκαλοι από τα Σκόπια μάλιστα προωθούσαν τη βίαιη εκμάθηση της γλώσσας ενόψει της επικείμενης ένωσης.



Αντιπροσωπεία Σοβιετικής Ένωσης - Βουλγαρίας

Ενώ σε τοπικό επίπεδο στη βουλγαρική Μακεδονία υπήρχε μία ατμόσφαιρα έντασης μεταξύ των ντόπιων δασκάλων και των νεήλυδων πεφωτισμένων δασκάλων από τα Σκόπια, χωρίς η Σόφια να παρεμβαίνει δυναμικά, οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γιουγκοσλαβία εισήλθαν σε μία φάση ψύχρανσης. Μετά την υπογραφή του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας, ακολούθησε η υπογραφή παρόμοιων συμφωνιών της Γιουγκοσλαβίας με άλλες ανατολικές χώρες. Το ζήτημα της αποστολής γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία με σκοπό τη μελλοντική απορρόφηση της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία και η υπερβολική δέσμευση της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (είχαν διαρρεύσει οι πληροφορίες ότι ο Τίτο σκόπευε να εφοδιάσει το Δημοκρατικό Στρατό με αεροπλάνα) δυσαρέστησαν τον Στάλιν. Οι ανεύθυνες δηλώσεις του Δημητρώφ στη Ρουμανία τον Ιανουάριο του 1947 για μία μελλοντική ομοσπονδία των ανατολικών χωρών στην οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει και η «Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας!» προκάλεσαν την οργή του Στάλιν. Ο Στάλιν δεν μπορούσε να ανεχθεί μείωση της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και αντιτάχθηκε στην ιδέα της ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Ιδιαίτερα η αναφορά του Δημητρώφ στην Ελλάδα, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, μπορούσε να ερμηνευθεί ως τεκμήριο ανάμιξης της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Ο Στάλιν έβλεπε στο γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό μείωση της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια και ενόψει του ψυχρού πολέμου φοβόταν αντιπαράθεση με τους Αμερικάνους, οι οποίοι διέθεταν την ατομική βόμβα, καθόσον οι δηλώσεις του Τίτο και του Δημητρώφ μπορούσαν να ερμηνευτούν ως έχουσες τη συγκατάθεση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, στη σοβιετο-βουλγαρογιουγκοσλαβική συνάντηση της 10ης Φεβρουαρίου 1948 στο Κρεμλίνο ο Στάλιν άσκησε οξεία κριτική τόσο στη βουλγαρική όσο και στη γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία και απαίτησε τη σοβιετική γνωμοδότηση για διεθνή θέματα που αφορούσαν στις δυο χώρες. Από τη βουλγαρική αντιπροσωπεία ο Δημητρώφ παραδέχτηκε το λάθος του για τις δηλώσεις σχετικά με την ομοσπονδία της Ανατολικής Ευρώπης και τόνισε ότι στο Μπλεντ δεν υπέγραψε κανένα σύμφωνο με τον Τίτο, αλλά απλά οι δυο ηγέτες μονόγραψαν το κείμενο του μελλοντικού συμφώνου. Ο Τράϊτσο Κοστώφ πάλι προσπάθησε να καλύψει τον Δημητρώφ.

«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μικρή και υπανάπτυκτη χώρα. Αν θέτουμε το ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των βαλκανικών χωρών, του συντονισμού των προγραμμάτων τους, είναι γιατί έχουμε ανάγκη της αλληλοβοήθειας για να μπορέσουμε να επιταχύνουμε την οικονομική μας ανάπτυξη». Ιδιαίτερα επικριτικός στάθηκε ο Στάλιν έναντι της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας σχετικά με την απόφαση της για αποστολή μεραρχίας στην Αλβανία, όταν εκκρεμούσε ακόμα η υπόθεση του επεισοδίου της Κέρκυρας και ήταν γνωστή η αγγλο-αμερικανική πολιτική έναντι της κυβέρνησης Χότζα (ανατροπή του Χότζα).

«Πόσο εύκολα λύνεται το ζήτημα από τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους! Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα τρία συμμαχικά κράτη ανακήρυξαν την ανεξαρτησία της Αλβανίας και δήλωσαν ότι θα την υποστηρίξουν. Από όλους τους κόμβους της πάλης ανάμεσα στην αντίδραση και τη δημοκρατία ο αλβανικός κόμβος είναι το πιο αδύναμο σημείο. Η Αλβανία δεν είναι ακόμα δεκτή στον ΟΗΕ. Οι Αγγλο-Αμερικανοί δεν την αναγνωρίζουν. Το ζήτημα εκεί παραμένει ανοικτό. Μόνο από την άποψη τον διεθνούς δικαίου η Αλβανία είναι ανυπεράσπιστη. Αν ο Τίτο εγκαταστήσει εκεί μια μεραρχία ή μόνο ένα σύνταγμα, αυτό δεν θα διαφύγει της προσοχής της Αμερικής και της Αγγλίας. Θα αρχίζουν να φωνάζουν ότι η Αλβανία έχει καταληφθεί. Μήπως άραγε η Αλβανία απευθύνθηκε δημόσια στη Γιουγκοσλαβία για βοήθεια! Και τότε η Αγγλία και η Αμερική θα εμφανιστούν στο ρόλο των προστατών της αλβανικής ανεξαρτησίας. Ποιος άλλος, εκτός από έναν τρελό, θα καθίσει να συγκροτήσει ένα μέτωπο που είναι ολοφάνερα χωρίς προοπτική; Τώρα πρέπει να ενισχυθεί η οργάνωση του αλβανικού στρατού, να του δοθούν εκπαιδευτές, οπλισμός. Μετά απ’ αυτό, αν η Αλβανία δεχτεί επίθεση, θα πρέπει να απευθυνθεί για βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία. Διαφορετικά η Γιουγκοσλαβία θα εμφανιστεί ως κράτος που καταλαμβάνει ένα ανεξάρτητο κράτος. Και τότε είναι απολύτως δυνατή η στρατιωτική επέμβαση. Τα αμερικανικά πλοία, οι βάσεις περιμένουν. Αυτή θα είναι η πιο άνετη και η πιο ευνοϊκή θέση για την Αμερική. Πολύ απλά λύνετε αυτά τα ζητήματα, αλλά είναι περίπλοκα. Αν οι Έλληνες αντάρτες συντριφτούν, εσείς θα αρχίσετε τον πόλεμο;».

O Στάλιν δεν τάχθηκε υπέρ του άμεσου τερματισμού του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, στράφηκε όμως κατά της υπερβολικής εμπλοκής της Γιουγκοσλαβίας στις ελληνικές υποθέσεις στο βαθμό που θα διαταράσσονταν οι, αμερικανοσοβιετικές σχέσεις. Ο εμφύλιος στην Ελλάδα κατά τη γνώμη του, ήταν καταδικασμένος να αυτοαναλωθεί.

Ο Τίτο δεν παραβρέθηκε στη συνάντηση της 10ης Φεβρουαρίου 1948, προαισθανόμενος την κριτική του Στάλιν. Η κριτική του σοβιετικού ηγέτη ισοδυναμούσε με αποδοκιμασία της γιουγκοσλαβικής βαλκανικής πολιτικής. Επιπλέον, ήταν εμφανείς οι προσπάθειες του Στάλιν να ελέγξει τη Γιουγκοσλαβία είτε οικονομικά μέσω της ίδρυσης μικτών σοβιετο-γιουγκοσλαβικών εταιρειών είτε πολιτικά, επιλέγοντας το Βελιγράδι ως έδρα της Κομινφόρμ. Έτσι, άρχισε η σοβιετο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση που αποκορυφώθηκε με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ στις 28 Ιουνίου 1948. Κυρία αιτία της ρήξης ήταν η πολιτική ηγεμονισμού του Τίτο στα Βαλκάνια. Η Γιουγκοσλαβία επιβίωσε, όπως είναι γνωστό, με ισχυρή αμερικανική βοήθεια με ανταλλάγματα την παύση της παροχής βοήθειας προς το Δημοκρατικό Στρατό, την υπογραφή το 1953/54 του Βαλκανικού Συμφώνου, τη συναίνεση σε μία λύση του ζητήματος της Τεργέστης και την παραίτηση από τη διεκδίκηση της Καρινθίας και της Τεργέστης.




Αντιπροσωπεία Βουλγαρίας - Γιουγκοσλαβίας
Ο Ζίφκωφ (κέντρο αριστερά) με τον Τίτο (κέντρο δεξιά)

Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ είχε άμεση αντανάκλαση και στην πολιτική του Βουλγάρικου Κόμματος σχετικά με το Μακεδόνικο που χαρακτηριζόταν πλέον από μία σύζευξη βουλγάρικου εθνικισμού και μαρξιστικού διεθνισμού. Η Βουλγαρία απέλασε τους δασκάλους των Σκοπίων από τη βουλγαρική Μακεδονία και καθιέρωσε ως προαιρετική τη διδασκαλία της σλαβομακεδονικής από ντόπιους δασκάλους, έθεσε υπό έλεγχο την περιοχή, διέταξε την επιστροφή των Βουλγάρων φοιτητών που σπούδαζαν στα Σκόπια και κατήγγειλε τις συμφωνίες που υπέγραψε με τη Γιουγκοσλαβία. Δεν αρνήθηκε φανερά την ύπαρξη «μακεδόνικου έθνους» και «Μακεδόνων» στη Βουλγαρία, αλλά με απόφαση της 16ης Ολομέλειας του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος (12.7.1948) έθεσε το αίτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων της βουλγαρικής μειονότητας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, δηλαδή των ατόμων εκείνων που είχαν ακραιφνή βουλγαρική συνείδηση και αντιστέκονταν στη «μακεδονοποίηση», ενώ στην εισήγηση του ο Δημητρώφ στο Πέμπτο Συνέδριο του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος (19.12.1948) καταδίκασε την πολιτική της βίαιης «μακεδονοποίησης» και εκρίζωσης του βουλγαρισμου στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, χαρακτήρισε την ιδέα της βουλγαρο-γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ως μία προσπάθεια της κλίκας του Τίτο να απορροφήσει τη Βουλγαρία, τάχθηκε κατά της απόσχισης της βουλγαρικής Μακεδονίας από τη σύσταση του βουλγάρικου κράτους, ενώ σχετικά με τους «Μακεδόνες» της Βουλγαρίας τόνισε ότι αυτοί ήταν συνδεδεμένοι πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά με το βουλγαρικό λαό και γνώριζαν καλά τη βουλγαρική γλώσσα. Πέρα από τα ιδεολογικά προσχήματα, επί της ουσίας η πολιτική του κόμματος ισοδυναμούσε με μία πλήρη απονεύρωση των συστατικών του «μακεδόνικου έθνους». Με την ανακίνηση ζητήματος βουλγαρικής μειονότητας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα υπονόμευσε τη διαδικασία της εθνογένεσης. Με την ίδια λογική θα μπορούσαν να ζητήσουν δικαιώματα οι Σερβομάνοι, ή οι Γραικομάνοι. Δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια για τη διδασκαλία της «μακεδόνικης γλώσσας» είτε όπως αυτή είχε κωδικοποιηθεί στα Σκόπια είτε δημιουργώντας μία νέα γλώσσα, εγγύτερα στη λόγια βουλγαρική γλώσσα.

Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Ιανουαρίου 1950 συζήτησε διεξοδικά την πολιτική της «πολιτιστικής αυτονομίας» του 1947/48 και επέρριψε έμμεσα ευθύνη στον Κρστγιου Στόϊτσεφ, γραμματέα της περιφερειακής κομματικής επιτροπής της Άνω Τζουμαγιάς, για την ενδοτικότητα του έναντι των πρακτόρων των Σκοπίων, επιβάλλοντας του την ποινή του αποκλεισμού από την υποψηφιότητα για μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Στόϊτσεφ ανταπάντησε ότι η ευθύνη ήταν συλλογική (έγγραφο 1). Η Σόφια προέβη σε διαβήματα προς το Βελιγράδι για την απαγόρευση εισόδου στη βουλγαρική επικράτεια Βουλγάρων πολιτών που διαβιούσαν στη Γιουγκοσλαβία, όπως και Σλαβομακεδόνων προσφυγών από το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας που είχαν συγγενείς στη Βουλγαρία και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν εκεί (έγγραφο 2). Στη διάσκεψη των μακεδόνικων πολιτιστικών-μορφωτικών συλλόγων της Βουλγαρίας (Απρίλιος 1950) καταδικάστηκε τόσο η προδοτική στάση της ομάδας των Τίτο-Κολισέφσκυ, που «παρέδωσε τη Μακεδονία στον αγγλο-αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τη φασιστική τρομοκρατία», όσο και η πολιτική των Ελλήνων μοναρχοφασιστών «που έθεσαν ως σκοπό την εξόντωση του μακεδόνικου λαου» (έγγραφο 3). Το «μακεδόνικο έθνος» χαρακτηρίστηκε από τον Κρ.Τρίσκωφ ως σοσιαλιστικό έθνος, δεν ανιχνεύτηκαν καταβολές του στην Αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα και κρίθηκε ανιστόρητη η αντιπαράθεση «Βουλγάρων και Μακεδόνων» (έγγραφο 4). Η αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος εμφάνισε μια κλιμάκωση. Απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος καλούσε τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας να εξεγερθούν κατά του Τίτο και χαρακτήριζε το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας ως τη μόνη ελεύθερη περιοχή (έγγραφο 5). Αλλά, όπως αναφέρθηκε, η διάκριση «Βουλγάρων και Μακεδόνων» στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας είχε αποκλειστικά θεωρητική σημασία. Το κόμμα επέτρεπε τη διοργάνωση χορών και φολκλορικών εκδηλώσεων, όπου εξυμνούνταν οι αγώνες του Γιάνε Σαντάνσκυ και του Γκότσε Ντέλτσεφ, αλλά επίσημη γλώσσα θα ήταν η βουλγαρική, οι «Μακεδόνες» δεν θα είχαν δικές τους κομματικές οργανώσεις. Τη «στενόκαρδη» αυτή πολιτική του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος έναντι των «Μακεδόνων» επισήμανε η οργάνωση «Ίλιντεν», διάδοχη του ΝΟΦ, που ιδρύθηκε το 1952 στην Πολωνία με κύριο στόχο την υπονόμευση της κυριαρχίας του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (έγγραφα 6, 7).

Η σοβιετο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση του 1955/56, απόρροια της πολιτικής του Χρουστσώφ να αποτρέψει τη στενότερη πρόσδεση της Γιουγκοσλαβίας στο δυτικό κόσμο και κυρίως την ένταξη της στο NATO, επέδρασε μοιραία στις βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και στη μακεδόνικη πολιτική της Βουλγαρίας. Η αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία της Σόφιας ατόνησε. Στην απογραφή του 1956, πάλι, με κομματική εντολή, 180.000 περίπου άτομα δηλώθηκαν «ως Μακεδόνες», πράγμα που έδινε στη γιουγκοσλαβική πλευρά το «δικαίωμα» επέμβασης στα εσωτερικά της Βουλγαρίας. Εκφράστηκε από βουλγαρικής πλευράς ο φόβος μήπως το Βελιγράδι και τα Σκόπια θέσουν όχι μονάχα ζήτημα σεβασμού των δικαιωμάτων της «μακεδόνικης μειονότητας» στη Βουλγαρία με τους γιουγκοσλάβικους όρους, αλλά και εδαφικές διεκδικήσεις (έγγραφο 8). Η Σόφια εκτοπιζόταν σε αμυντικές θέσεις (έγγραφα 9, 10). Η νέα ψύχρανση των σοβιετογιουγκοσλαυικών σχέσεων το 1957/59- απόρροια της καταδίκης της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία από τον Τίτο, της εκτέλεσης του Ούγγρου πρωθυπουγού Ίμρε Νάγκυ από τους Σοβιετικούς και της άρνησης της Γιουγκοσλαβίας να αναγνωρίσει τον ηγεμονικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης- επηρέασε τις βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και είχε ως αποτέλεσμα μία νέα αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία της Σόφιας (έγγραφα 10, 11, 12). Ωστόσο, η νέα ψύχρανση των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων δεν είχε την ένταση του παρελθόντος και το 1961/62 σημειώθηκε μία αισθητή σοβιετο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση. Η Γιουγκοσλαβία στήριξε τη Σοβιετική Ένωση στο ζήτημα της απύραυλης Βαλκανικής και στην κρίση του Βερολίνου (1958-1961), καταδίκασε τον τυχοδιωκτισμό της Κίνας και τον αμερικανικό κατασκοπευτικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1953/54 είχε πλέον μονάχα μία τυπική πολιτική σημασία. Η Μόσχα αποδέχτηκε το γιουγκοσλαβικό δρόμο προς το σοσιαλισμό (αυτοδιαχείριση των εργατών, αδέσμευτη εξωτερική πολιτική) και χορήγησε χαμηλότοκα δάνεια στη Γιουγκοσλαβία. Το νέο κλίμα στις σοβιετο-γιουσλαβικές σχέσεις επιβεβαιώθηκε κατά την πολυήμερη επίσκεψη του Τίτο στη Σοβιετική Ένωση τον Δεκέμβριο του 1962.



Τσρβενκόφσκι (αριστερά) με Τίτο

Στη Βουλγαρία αναβίωσαν πάλι οι φόβοι για εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας επί του βουλγάρικου τμήματος της Μακεδονίας. Έτσι, στη Σόφια τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της χάραξης μίας σταθερής πολιτικής στο Μακεδονικό, ανεξάρητητα από τις διακυμάνσεις των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Ο Τόντωρ Ζίφκωφ, γενικός γραμματέας του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος και Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, συγκάλεσε, τον Μάρτιο του 1963, την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι αποφάσεις της έθεσαν σε μία ρεαλιστική βάση το Μακεδόνικο ζήτημα για τη Βουλγαρία. Το «μακεδόνικο έθνος» δεν είχε ιστορικές καταβολές ούτε στην Αρχαιότητα ούτε στο Μεσαίωνα ούτε στον 19° αιώνα. Συνθήκες για τη μετάλλαξη των Βουλγάρων σε «Μακεδόνες» υπήρχαν στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε τον όρο «Μακεδόνες» αντί για Βουλγάρους για μην εκτίθεται στα καταπιεστικά μέτρα των Σέρβων και τελικά ταύτισε τη μοίρα του με τους γιουγκοσλάβικους λαούς. Υπήρχε «σλαβο»μακεδονική συνείδηση στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά ήταν απαράδεκτη η θεμελίωση του «μακεδόνικου έθνους» σε αντιβουλγαρική βάση και η διαστρέβλωση της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Η Ολομέλεια χαρακτήρισε εσφαλμένη την πολιτική του κόμματος στο Μακεδόνικο την περίοδο 1944-48 και έθεσε οριστικό τέλος σε κάθε αναφορά σε «μακεδόνικη» μειονότητα στη Βουλγαρία (έγγραφο 13). Πάνω στους άξονες αυτούς κινήθηκε η Βουλγαρία του Ζίφκωφ, ο οποίος έθετε επιπλέον και ζήτημα Βουλγάρων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (έγγραφα 14, 15, 16, 17, 18). Τελικά, υπήρξε μία άτυπη συμφωνία μεταξύ της βουλγαρικής ηγεσίας και της ηγεσίας των Σκοπίων το 1967 να μην ανακινούνται τέτοια ζητήματα κατά τις διμερείς συναντήσεις, αλλά τον κύριο λόγο να έχει η ιστορική επιστήμη (έγγραφα 19, 20). Έτσι, η Βουλγαρία ανήγαγε σε εθνική αποστολή τη διαφώτιση της βουλγαρικής κοινής γνώμης σχετικά με τις βουλγαρικές ιστορικές διαστάσεις του Μακεδόνικου και την αντιβουλγαρική προπαγάνδα των Σκοπίων (έγγραφο 21).

Η νέα κρίση στις σοβιετο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις, μετά την εισβολή των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968), έδωσε στη Βουλγαρία την ευκαιρία να υψώσει τους τόνους έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο παρείχε ηθική υποστήριξη στον Αλεξάντερ Ντούμπτεσκ, καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και το «δόγμα Μπρέζνιεφ» για την περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών και κατηγόρησε έμμεσα τη Σοβιετική Ένωση για ηγεμονισμό. Αντιπροσωπεία της Γιουγκοσλαβίας που επισκέφθηκε τη Μόσχα τον Ιούνιο του 1970 υπέστη την οξεία κριτική του Πρωθυπουργού της Σοβιετικής Ένωσης, Αλεξέϊ Κοσύγκιν, ο οποίος κατηγόρησε τη Γιουγκοσλαβία για καιροσκοπική πολιτική με τους ελιγμούς της μεταξύ Ανατολής-Δύσης και, υπαινισσόμενος το «δόγμα Μπρέζνιεφ», δήλωσε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα επιτρέψει να απειληθούν τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και θα επέμβει «αν κάποιος επιτεθεί στη Γιουγκοσλαβία».

Το Νοέμβριο του ιδίου έτους, όταν γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία υπό τον Βέλκο Βλάχοβιτς επισκέφθηκε τη Σόφια, το Μακεδόνικο ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στις συζητήσεις. Η βουλγαρική πλευρά επανέλαβε τις θέσεις της: Δεν υπήρξε στο Μεσαίωνα «μακεδόνικη εθνότητα» που αργότερα εξελίχθηκε σε έθνος, επρόκειτο για μία βουλγαρική ιστορική παράδοση, υπήρχε η Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο πληθυσμός εκεί αποτελούσε μέρος του βουλγάρικου έθνους και για συγκεκριμένους λόγους αποκτήσει «μακεδόνικη συνείδηση». «Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά όχι σε αντιβουλγαρική βάση. Δεν αρνούμαστε ότι εκεί διαμορφώθηκε μακεδόνικος λαός, αμφισβητούμε το παρελθόν, το πότε δηλαδή το μακεδόνικο έθνος οικοδομήθηκε ως έθνος. Αυτή η διαδικασία κινείται σε αντιβουλγαρική βάση. Δεν θέλουμε να γίνουμε οι προστάτες του μακεδόνικου λαού, δεν είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να μην αναγνωρίζουμε τη Μακεδονία ως πραγματικότητα, αναγνωρίζουμε τη διαδικασία διαμόρφωσης μακεδόνικης συνείδησης» επισήμανε ο Μπόρις Βέλτσεφ. Η Βουλγαρία είχε ήδη εισαγάγει την 3η Μαρτίου, επέτειο της υπογραφής της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878, ως νέα εθνική εορτή. Το Ίλιντεν εορταζόταν παραδοσιακά.



Αντιπροσωπεία Σοβιετικής Ένωσης - Γιουγκοσλαβίας, 1976

Σύντομα ωστόσο επήλθε μία νέα σοβιετο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση. Επισκεπτόμενος το Βελιγράδι τον Σεπτέμβριο του 1971 ο Μπρέζνιεφ πρότεινε στον Τίτο την υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και δήλωσε κατηγορηματικά ότι το «δόγμα Μπρέζνιεφ» δεν είχε ισχύ στη γιουγκοσλαβική περίπτωση. Τα αίτια της σοβιετικής αναδίπλωσης ήταν κυρίως εξωτερικής φύσης. Ο Μπρέζνιεφ ανησυχούσε για την αύξηση της αμερικανικής επιρροής στη Γιουγκοσλαβία λόγω της παρατεινόμενης σοβιετο-γιουγκοσλαβικής ψύχρανσης. Η επίσκεψη του Προέδρου Νίξον στη Γιουγκοσλαβία (20.9.-2.10.1970), η πρώτη επίσκεψη αμερικάνου Προέδρου, θορύβησε τη Μόσχα. Με την Κίνα, τον αναδυόμενο νέο κομμουνιστικό πόλο, η Γιουγκοσλαβία είχε αναβαθμίσει τις σχέσεις της σε επίπεδο πρεσβευτών (17 Αυγούστου 1970), σε μία περίοδο που η σινοσοβιετική ρήξη ήταν στο αποκορύφωμα της και η αμερικανο-κινεζική προσέγγιση αισθητή. Άμεση επιδίωξη της Μόσχας ήταν η εξασφάλιση της χρήσης του εναερίου χώρου της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και των αεροδρομίων της, για τα σοβιετικά αεροπλάνα που είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή. Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967 και το θάνατο του Νάσερ το 1970 η Σοβιετική Ένωση ήθελε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ενώ επιδίωκε την κατασκευή και μίας ναυτικής βάσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Γιουγκοσλαβία τηρούσε μία παραδοσιακή φιλοαραβική στάση και είχε διακόψει τις σχέσεις της με το Ισραήλ το 1967. Τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Οκτωβρίου 1973 ο Κοσύγκιν επισκέφθηκε το Βελιγράδι. Είχε επιτευχθεί συμφωνία για τη χορήγηση σοβιετικού δανείου ύψους 45 εκτ. δολλαρίων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταλλουργίας της Γιουγκοσλαβίας. Ανταποδίδοντας την προσφορά, η Γιουγκοσλαβία παραχώρησε τον εναέριο χώρο της και τα αεροδρόμια της στα σοβιετικά αεροπλάνα κατά τον πόλεμο του Γιομ-Κιπουρ (Οκτώβριος 1973). Στα μέσα Νοεμβρίου 1973 ο Τίτο επισκέφθηκε τη Μόσχα, έτυχε θερμής υποδοχής και στο κοινό ανακοινωθέν τονίστηκε η σοβιετο-γιουγκοσλαβική συνεργασία στον πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα.



Ο Τίτο με τον Μπρέζνιεφ (αριστερά) κατά την επίσκεψη του δευτέρου στο Βελιγράδι

Νέα κρίση στις σοβιετο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν προκλήθηκε, όπως αποδεικνύουν το ταξίδι του Μπρέζνιεφ στο Βελιγράδι (Νοέμβριος 1976) και οι δυο επισκέψεις του Τίτο στη Σοβιετική Ένωση, τον Αύγουστο του 1977 και τον Μάιο του 1979. Η Γιουγκοσλαβία εξασφάλιζε από τη Σοβιετική Ένωση πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Βουλγαρία ωστόσο δεν μετέβαλε τη στάση της στο Μακεδόνικο μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Από το 1991/92 μάλιστα υποστηρίζει ότι Βούλγαροι και «Μακεδόνες» έχουν κοινές ρίζες, κοινό παρελθόν, πράγμα που προοιωνίζεται ίσως και ένα κοινό μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών