Πέμπτη, Φεβρουαρίου 27, 2014

Σαν σήμερα το 1943 περνά στην αιωνιότητα ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς

Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. 
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα
Σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, φεύγει ο Μεγάλος Έλληνας Ποιητής Κωστής Παλαμάς. Γεννηθείς στις 13 Ιανουαρίου του 1859 στην Πάτρα με καταγωγή από το Μεσολόγγι αποτέλεσε, μέχρι την στιγμή του θανάτου του, την ζωντανή και ωδική φωνή του Έθνους και του οράματος του, της Μεγάλης Ιδέας. Πλαισίωσε με τα ποιήματα του, την αυθεντία του και την ομορφιά των έργων του τον Αγώνα ενός ολόκληρου Λαού σε μια εποχή πολύ σημαντική, που περιέλαβε δύο παγκόσμιους πολέμους, δύο βαλκανικούς πολέμους και την Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως, πραγματικά, δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί να πει κάποιος για αυτόν τον Μεγάλο Έλληνα, για αυτόν τον Φλογερό Πατριώτη, για αυτόν τον Εθνικιστή. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος "ο πατριωτισμός είναι έμφυτος και εγώ είμαι Εθνικιστής".

Διαβάστε οπωσδήποτε τα παρακάτω αποσπάσματα από το έργο του μεγάλου μας εθνικού ποιητή...



Οι λύκοι
Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.
 

Ο γκρεμιστής
Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.

Ο προφήτης (Δωδεκάλογος του γύφτου)
Καί χορό τριγύρω σου θα στήσουν
Με βιολιά καί με ζουρνάδες
γύφτοι, Εβραίοι, αράπηδες, πασάδες
καί τα γόνατά τους θα λυγίσουν οι τρανοί σου
καί θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
 

Γύριζε
  Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·
Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!


Ολυμπιακός Ύμνος
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός

Ω λιγοστοί, ω διαλεχτοί
Ω λιγοστοί κι ώ διαλεχτοί κι αρίφνητοι αύριο ίσως !
Είναι μια αλήθεια κάτου εδώ που τη χτυπάει το μίσος,
είν εδώ πέρα μια Ομορφιά που η καταφρόνια δένει,
κι είν εδώ πέρα μια Αρετή δειλή και ντροπιασμένη.

Οι πατέρες
 «…Μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφτο,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.
Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα.»

  Το σπίτι που γεννήθηκα
  Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Σατυρικά γυμνάσματα
Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλάρης,
ο στοχασμένος νά Κολοκοτρώνης!
– Το φύσημά σου πού θα ξαναπάρεις;

Κάπου το χέρι απλώνεις· πού τ’ απλώνεις;
– Μακριά, πολύ μακριά, πέρα, αλλού πέρα!
Στ’ αγνά· δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις·

στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα,
στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία,
στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα! –

–Και γύρω σου κι ομπρός σου, η Πολιτεία
με τα λογής παλάτια τα πλατιά,
σκολειά, καζάρμες, θέατρα, υπουργεία; –

Μ’ αποκρίθη: – Τσεκούρι και φωτιά!
Μολώχ
Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Οπου ανθοπετούσαν οι Ερωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.

Στη νυχτιά μας μιά πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ' είναι μιά νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!

Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.
Κι όταν, μ' ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
«Είσ' εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;»
Αποκρίνεσαι:-«Είμ' εγώ ο Μολώχ!»


Ο Διγενής και ο χάροντας
 Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;


Εγώ είμαι η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.


Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών