Μελέτησε παλιούς ποιητές, επικούς και λυρικούς, όπως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκμάνα και τον Στησίχορο, ενώ διδάχτηκε την Πυθαγόρεια φιλοσοφία και την τεχνική της χορικής σύνθεσης. Στην Αθήνα, εκτός από επιρροές στη μόρφωση του, δεν δέχτηκε καμιά άλλη παρέμβαση στην ιδεολογία του, καθώς οι δημοκρατικές κινήσεις που επικρατούσαν δεν είχαν καμιά απήχηση στον ίδιο. Με τον στίχο του προκαλούσε, κυριολεκτικά, τη σαγήνη στους σύγχρονους και μεταγενέστερους του πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και στον λαό ολόκληρο. Παραδόξως, τα μεγάλα κατορθώματα των Ελλήνων κατά των Περσών δεν τον συγκίνησαν πνευματικά, όπως συνέβη με τον Αισχύλο και τον Σιμωνίδη. Ωστόσο, αργότερα εξύμνησε τις λαμπρές υπηρεσίες των Αθηναίων σε όλη της Ελλάδα, οι οποίοι τον τίμησαν και του δώρισαν το ποσό των μυρίων δραχμών.
Η φήμη του ποιητή διαδόθηκε ταχέως, ώστε να...
λάβει τον χαρακτηρισμό του «Εθνικού Ποιητή», όπως ομοίως συνέβη και με τον Σιμωνίδη. Σε αυτό συνετέλεσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι μεγάλοι Πανελλήνιοι Αγώνες, στους οποίες συνήθιζε να παρευρίσκεται, συνάπτοντας ταυτόχρονα σχέσεις με τους «επαινόντες» και τους ευγενείς οίκους όλων των ελληνικών πόλεων. Πολλές φορές, μάλιστα, συνόδευε τους νικητές αθλητές στην πατρίδα τους, διευθύνοντας ο ίδιος τις νικηφόρες πομπές υποδοχής τους, τα λεγόμενα «Επινίκια». Συνήθως τα ποιήματα του αυτά ξεκινούσαν με επίκληση σε κάποιο θεό ή στις μούσες, ακολουθούσαν πληροφορίες για το πρόσωπο του νικητή, την οικογένεια ή την νίκη του σε άλλες γιορτές. Στη συνέχεια προχωρούσε σε κάποια μυθική αφήγηση προσαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίσταση και έκλεινε με τη διατύπωση ηθικών αποφθεγμάτων, τα οποία αποτελούσαν τον απώτερο σκοπό του.
Κάποια ποιήματα του, εξαιτίας της υψηλής ποιητικής έμπνευσης που τα διακρίνει, αλλά και λόγο της υψηλότητας του ύφους τους, θεωρούνται πραγματικά μνημεία στον τομέα τους και τραγουδιόντουσαν επί πολλούς αιώνες ύστερα από τον θάνατο του. Το ύφος του ήταν υψιπετές και το συντακτικό του ιδιότυπο. Υμνούσε τη σοφία, την αρετή και το κάλος, σύμφωνα με τα ιδεώδη της δωρικής αριστοκρατικής αντίληψης, χρησιμοποιώντας μεγαλειώδεις εικόνες απαράμιλλης εκφραστικότητας. Η γλώσσα του Πίνδαρου είναι η λογοτεχνική δωρική, αναμειγνύοντας, όμως, αιολικά και επικά γλωσσικά στοιχεία. Είναι η γλώσσα του έπους. Δεν πρόκειται για ομιλούμενη διάλεκτο, αλλά για ένα καλλιτεχνικό κατασκεύασμα με έντονο προσωπικό ύφος. Ακόμη, η επιλογή σύνθετων λέξεων αντί απλών, η υπερβολική χρήση των περιφράσεων, ο πλούτος των εικόνων, τα τολμηρά υπερβατά, οι θαυμαστές μεταφορές που κρύβουν ένα βαθύτερο συμβολισμό, η απότομη μετάβαση από τη μια εικόνα στην άλλη και η συχνή αλλαγή του υποκειμένου καθιστούν την ποίηση του περίπλοκη, δυσνόητη και σκοτεινή, ενώ η ενότητα διασφαλίζεται από τη σύνδεση των ιδεών με τις ηθικές και θρησκευτικές αξίες. Πρόκειται για ποίηση έντονα θρησκευτική, γεμάτη μουσική, αυστηρά αρμονική, με ευθύτητα, σεμνότητα, επιτηδευμένη και κομψή μέχρις ορισμένου σημείου. Διαποτίζεται από δωρικές αντιλήψεις και κυριαρχείται από αριστοκρατικές ιδέες.
Συνολικά προέβη στη συγγραφή 17 έργων, ανάμεσα τους και χορικές ωδές αρκετών τύπων, οι οποίες, σύμφωνα με τους βιογράφους της ύστερης αρχαιότητας, ταξινομήθηκαν από τους λόγιους της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στα παρακάτω είδη: ύμνοι (1 βιβλίο), παιάνες (1 βιβλίο), διθύραμβοι (2 βιβλία), προσόδια (1 βιβλίο), παρθένια (3 βιβλία περί των νεαρών γυναικών), υπορχήματα (1 βιβλίο, υποστηρικτικά χορού), εγκώμια (1 βιβλίο), θρήνοι (1 βιβλίο) και επινίκια (4 βιβλία). Ωστόσο, από αυτό το εκτενές έργο του μόνο τα νικητήρια ποιήματα του «Ολυμπιονίκες», «Ισθμιονίκες», «Πυθιονίκες» και «Νεμεονίκες» έχουν διασωθεί πλήρως, μερικά αποσπάσματα ενός διθυράμβου για την έκλειψη ηλίου το 463 π.Χ και δυο χαριτωμένα τραγούδια για τις Ιερόδουλες της Κορίνθου και τον Θεόξενο. Τα δε υπόλοιπα είναι γνωστά μόνο μέσω παραπομπών άλλων συγγραφέων ή σπαραγμάτων παπύρων που ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο.
Η πατρίδα του Πίνδαρου Βοιωτία, θεωρείτο παροιμιώδες σύμβολο του στενού τοπικισμού και της νοοτροπίας της επαρχίας. Τίποτα από τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής δεν επηρέασε τους Θηβαίους, που ήταν εχθροί σε κάθε νέο πνεύμα, διατηρώντας την πεποίθηση τους ότι η καταγωγή τους ανάγεται εις τους θεούς. Πίστη τους ήταν ότι όφειλαν να την διατηρήσουν αναλλοίωτη και να προστατέψουν τις παραδοσιακές τους αξίες. Μεγαλωμένοι με τέτοιες παραδόσεις, επιδίδονταν σε θεάματα, αγωνίσματα, διασκεδάσεις και τελετές, ενώ αρετή θεωρούσαν την σωματική δύναμη, την ομορφιά, ακόμη και τον πλούτο. Για αυτά, αλλά κυρίως για τις λαμπρές εκδηλώσεις, ο Πίνδαρος κρίθηκε ο καταλληλότερος υμνωδός. Έτσι, η «μούσα» του Πίνδαρου, εξύμνησε θεούς και ημίθεους, ήρωες και αθλητές, αλλά και απλούς ανθρώπους του λαού, με επινίκια, εγκώμια και θρήνους. Παραμένοντας ο τελευταίος εκπρόσωπος της αρχαϊκής ελληνικής ποίησης, με το έργο του αίρεται πάνω από την απλή πραγματικότητα των αγώνων, ανάγεται στον κόσμο του μύθου και με βαθύ θρησκευτικό αίσθημα του δίνει ζωή.
Αντεπίθεση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών