Γράφει ο Αντίοχος
Γεννήθηκα σ’
ένα μικρό ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, στις αρχές της δεκαετίας του
’60. Άλλες εποχές τότε. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε! Οπότε, ούτε φως μετά
τη δύση του ηλίου, τηλεόραση, τηλέφωνο, πλυντήριο, κουζίνα, καλοριφέρ,
θερμοσίφωνας κτλ. Κάποιες φορές που οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ κατεβάζουν
τους διακόπτες, ξαναθυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια και αναρωτιέμαι πώς
ζούσαμε τότε. Κατά τα άλλα, ένας άθλιος χωματόδρομος που μας συνέδεε με
την πρωτεύουσα του νομού (λεωφορείο δεν υπήρχε, μόνο ένα φορτηγό, με μια
τέντα της συμφοράς που έμπαζε νερό όταν έβρεχε, ανοιχτό από πίσω, το
θυμάμαι και ξυλιάζω κ.τ.λ.), μπαλωμένα ρούχα, ξυπόλητα παιδιά το
καλοκαίρι, πλαστικό πέδιλο με χοντρή κάλτσα το χειμώνα, ένας σωρός από
κουρέλια για μπάλα, πείνα και δυστυχία, κρέας Χριστού και Λαμπρή, για
τουαλέτα μια υπαίθρια «τρύπα», κι άλλα ωραία, που όσοι αναγνώστες έχουν
γεννηθεί μετά το ’70 και με διαβάζουν θα τα θεωρούν απίστευτα.
Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας.
Ώσπου, ήρθε η
21η Απριλίου. Και ρεύμα μας φέρανε, καινούργιοι δρόμοι άνοιξαν παντού
–ας είναι καλά η ΜΟΜΑ-, ο δικός μας ασφαλτοστρώθηκε, μπήκε και λεωφορείο
της γραμμής, η Χωροφυλακή υποχρέωσε...