Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010

Κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο…

Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Έτσι να πάτε να ψηφίσετε, αδέρφια. Με την ταυτότητα στα δόντια… Δώστε τους τροπικό μαύρισμα, βαθύ, όπως στη Γκάνα και στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Κάντε τον Σγουρό, τον Μίχα, τον Καμίνη, τον Μπουτάρη, τον Τατούλη, όλους τους μνημονιακούς, τα εξαπτέρυγα και τις  παραφυάδες τους να παραμιλάνε, να κοιταχτούν στον καθρέφτη το βράδυ της Κυριακής και να μοιάζουν με τον Καζαβούμπου και τον Σάμμυ Ντέϊβις Τζούνιορ.
Αν το κουστούμι, που σας «κόψανε» με το Μνημόνιο 1, σας στενεύει στις μασχάλες, αν τους αφήσετε ατιμώρητους για όσα έκαναν και όσα συνέπραξαν, αυτουργούς και πολιτικούς «τσιλιαδόρους», τότε, την επομένη της άφεσης αμαρτιών, με το Μνημόνιο 2 θα σας φορέσουν μαρμάρινο παλτό. Ρωτήστε τον φίλο μου, τον αγωνιστή Βασίλη Μιχαλολιάκο, να σας...
πει τι σημαίνει η παλιά αυτή έκφραση που λέγανε οι μάγκες του λιμανιού. Μην ρωτήσετε τον Μίχα, στον Βύρωνα, όπου μου είπανε ότι μένει, δεν λένε τέτοιες αλανιάρικες κουβέντες, κι ο Μαντούβαλος έχει άλλα προβλήματα, για να σας λύνει απορίες για την λαϊκή κουλτούρα.
Αγαπώ τον Πειραιά. Ο παππούς μου ο Χρήστος ήταν λιμενεργάτης στον ΟΛΠ. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Αμφιάλη, πήγε στον «Αρχιμήδη» και μετά από λίγο κάτεργο μαθητείας στα μηχανουργεία, δούλεψε κι αυτός 35 χρόνια τεχνίτης, πλαστιγγοποιός, στον ΟΛΠ. Τις πρώτες μου βόλτες τις πήγα στο Δημοτικό Θέατρο και στο Πασαλιμάνι. Εκεί, στο μώλο, πηγαίναμε απ΄ τον Κορυδαλλό με τους συμμαθητές μου κι αράζαμε, άφραγκοι, ως συνήθως. Κολύμπησα στην Πειραϊκή και στον Παρασκευά. Για ούζα και καραβίδες στην Χαραυγή και σουβλάκια στον Καράμπαμπα. Τον αγαπώ τον Πειραιά, από τότε που με πήρε ο πατέρας μου απ’ το χέρι να μου δείξει τη δουλειά του, το λιμάνι, τα ντοκ, τις αχανείς αποθήκες και τους γερανούς και το «Καλυψώ» του Κουστώ που ‘χε έρθει όταν ήμουν στο δημοτικό. Οπότε μην με ρωτήσετε τι ομάδα είμαι. Περιττό. Σίγουρα όχι Εορδαϊκός Πτολεμαΐδος και το πράσινο είναι για να βοσκάνε τ’ άλογα (Διονύση Καραχάλιο, αδερφέ μου, συγχώρεσε με). Δεληκάρης και ξερό ψωμί, Γιούτσος, Υβ Τριαντάφυλλος, Αγγελής, Παπαδόπουλος, το πιο δυνατό χέρι στο πλάγιο («αράουτ» το λέγαμε στις αλάνες) και Κελεσίδης φρουρός στα δίχτυα. Ήταν οι ήρωες μας στο κατηφορικό και με πέτρες «γηπεδάκι» στο Γηροκομείο, στα 88 στρέμματα, όπου παίζαμε μπάλα. Οι διαφωνίες στη διεκδίκηση και το οφσάϊντ συχνά εξελίσσονταν σε μπουνίδι και πετροπόλεμο. Έχω μπόλικα σημάδια. Είχε και ίσιο, μεγάλο γήπεδο, μια αλάνα με χώμα, χωρίς βράχια μες τη μέση αλλά εκεί παίζανε οι μεγάλοι, δεν μας αφήνανε. Το ‘χω ξαναπεί, άμα μάθεις μπάλα σε κατηφορικό γήπεδο γεμάτο πέτρες, όλα τα μπορείς.
Οι μισοί φίλοι και συνάδελφοι του πατέρα μου μανιάτες, κορώνες, γιατί ο ΟΛΠ είχε πολλούς, λόγω κάποιου παλιού διοικητή που κρατούσε απ’ το τραχύ αυτό προπύργιο του ελληνικού εθνισμού. Και ξέρετε, όταν  ο μανιάτης είναι φίλος σου, είναι φίλος σου. Σαν να ‘χεις δίπλα σου ένα μικρό στρατό.
Τον Βασίλη Μιχαλολιάκο δεν τον ήξερα προσωπικά παλιά. Μια φορά βρεθήκαμε πριν χρόνια σε μια παρέα με κοινό κύπριο φίλο. Είχα πάντα όμως απ’ τον δημόσιο βίο την εικόνα ενός ανθρώπου δίκοπο μαχαίρι. Ακόμη κι αυτοί που διαφωνούν μαζί του μόνο για ένα πράγμα δεν μπορούν να τον κατηγορήσουν, ότι δεν είναι στρατιώτης των ιδεών του.
Όταν ήρθε η ώρα του αγώνα για την Προεδρία της Ν.Δ. βγήκε στα ίσια στο πλάϊ του Αντώνη, ώμο με ώμο. Τον θυμάμαι σαν τώρα σε μια από τις τελευταίες τηλεοπτικές συζητήσεις πριν την 29/11, όπου κάποια στιγμή είπε αυθόρμητα το εξής: «Ακούστε να δείτε, υπάρχει κάτι που το ξέρουμε όλοι, το ξέραμε χρόνια, όλοι, και δεν το παραδεχόμασταν , μια αλήθεια που πρέπει επιτέλους να την πούμε: ο Αντώνης Σαμαράς είναι η φυσική ηγεσία της γενιάς μας». Για λίγο έκοβες τη σιωπή με το μαχαίρι, η αλήθεια της φράσης του έφερε αμηχανία. Ο Σκυλακάκης, που εκπροσωπούσε το τώρα πια αυτόμολο φανταράκι της παράταξης, κοκκίνησε, στράβωσε το στόμα του, πήρε μια έκφραση σαν να του έκαναν κολονοσκόπηση κι ύστερα με δυσκολία ψέλλισε κάτι, απ’ αυτά που έδωσαν άλλη μια μονάδα προς τα πάνω στον Αντώνη.
Ο άνθρωπος που γνώρισα μετά, επιβεβαιώνει στο ακέραιο την γνώμη που είχα από τον πολιτικό στίβο. Κορώνα. Σπαθί και ντουφέκι. Γιατί ξέρετε, η Μάνη έχει βέβαια και τις ελάχιστες εξαιρέσεις της, του «κοινού ποινικού δικαίου», όπως κάθε τόπος, ώστε να επιβεβαιώνετε ο κανόνας, του ακραιφνούς αδιαπραγμάτευτου πατριώτη Μανιάτη. Ο Μιχαλολιάκος ανήκει σε αυτόν, τον ριζωμένο στους αιώνες κανόνα. Και το ‘πε και το ΄κανε, παραιτήθηκε από Βουλευτής και ρίχτηκε στον αγώνα για τον Πειραιά. Μαχητής κι όχι σιγουρατζής. Ούτε φιγουρατζής. Ο νοών νοείτω.
Απέναντι του έχει τον Μίχα, που όταν δεν παίζει «μπουνιές» με τον Φασούλα για τα δικά τους, «πράσινα», νιτερέσα και δεν κάνει μούτρα στον Χατζηνικολάου, γυαλίζει το Μνημόνιο σε βάρδιες με τον Σγουρό και τον Άδωνι. Ένας ψεκάζει, δυο το τρίβουν με το βετέξ.
Υπάρχει βέβαια και ο Πέτρος. Το ότι ανέβηκε στην εξέδρα της Ντόρας με τον Λυκουρέζο και τ’ άλλα παιδιά για να χαιρετίσουν το μουδιασμένο αραιό πλήθος της μαντάμ στο Παλιό Δημαρχείο, ήταν δικαίωμα του. Γούστα είναι αυτά. Όμως αντί να κάτσει σπίτι του και στη δουλειά του και να ξεμπερδέψει αμετάκλητα με τις προσωπικές του εκκρεμότητες, προσπαθεί να κάνει πολιτική σφήνα, αβαντάροντας στην πράξη τον Μίχα.
Ώφειλε να κάνει στην άκρη, σεμνά και ταπεινά αλλά η προσωπική του ατζέντα είναι προφανώς σημαντικότερη για το εγώ του από το συμφέρον της παράταξης, το συμφέρον του Πειραιά, τις επιλογές του Αρχηγού της Ν.Δ.. Αυτή λοιπόν την προσωπική ατζέντα, την προσωπική στρατηγική καταδικάστε την με την ψήφο σας.
Ο Πειραιάς, ο εξαθλιωμένος, χρεωκοπημένος, βρώμικος Πειραιάς του οψίμως αγανακτήσαντος Φασούλα, πρέπει ν’ αποκτήσει Δήμαρχο που δεν φοράει τα παντελόνια μόνο για το κρύο. Ψηφίστε λοιπόν Βασίλη Μιχαλολιάκο. Καταδικάστε το Μνημόνιο, τους αχθοφόρους και στιλβωτές του, καταδικάστε και τις προσωπικές στρατηγικές και στηρίξτε τις επιλογές του Αντώνη Σαμαρά.
Κάτω στον Πειραιά, στο λιμάνι, ας πάρει το ΠΑΣΟΚ και τα εξαπτέρυγα του μια γερή απάντηση κι ο Αντώνης να δει την πόλη των απλών ανθρώπων, που πλήττεται άγρια από την ανθρωποφαγία του Μνημονίου, να στέκεται πλάϊ του. Και ξέρετε, με τον Αντώνη στο επίμαχο θέμα έχουμε μόνο μια διαφορά. Εκείνος αγαπάει πιο πολύ τον Σιδέρη, γιατί είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος. Αυτός ήταν ο δικός του ήρωας. Εγώ επιμένω Δεληκάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών