Προσέξτε πως προπαγαναδιζει υπέρ της "σωτηρίας" της Χώρας, μεσω της καταστρατήγισης της Εθνικης της Κυριαρχίας με τις αποικιοκρατικού χαρακτηρά δανειοδοτήσεις ο τηλεπρόεδρος....
"Δούλοι" αλλά να ανήκουμε εις τη Δύση όπως αναφέρει συχνά ο ...."πατρίωτης";
ή απομονωμένοι, χρεοκοπημένοι και φτωχοί...(Μέγα ψέμα αλλά θα το σχολιάσουμε εν καιρώ..);
Οι συνειρμοί που κάνει ο μέσος λοβοτημένος(από την προπγανδα των ΜΜΕ), ημιμαθής και μυημένος στα πρότυπα του υλισμού και ιδεοληψιών Έλληνας είναι να προτιμήσει την πρώτη οδό καθώς του "εξασφαλίζει" την συνέχεια του στον νεοταξικό κόσμο...
Κάπου εδώ έρχεται
ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος και δίνει την απάντησή του στο παραπάνω ερώτημα (εστω και με αυτούς τους κατευθυνόμενους όρους)
Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το
1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας».
Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά.
Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά
στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή του.
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης ( Ρωσίας),
αυτός απεστάλθη από την Ρωσική κυβέρνηση του, στο πόστο όπου επαιτούσε ο
μεγάλος οπλαρχηγός.
Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο
μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
„Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος
„Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος.
„Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ
για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο
Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου
έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“
Στις 25(ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.