«Η λέξις ήρως έχει ευρυτάτην σημασίαν και εις τα πρώτα μνημεία του ελληνικού λόγου, τα ομηρικά έπη, και σήμερον. Επειδή δε όχι μόνον δεν διετήρησεν η λέξις αύτη το αυτό πλάτος της σημασίας της εις πάσας τας εποχάς, αλλά και η ηρωολατρεία κατά τους ιστορικούς (και μάλιστα τους της πρώτης ακμής) χρόνους της αρχαίας Ελλάδος απετέλει το ουσιωδέστερον κεφάλαιον της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, η ανεύρεσις της πρώτης σημασίας της λέξεως και η σημασιολογική έπειτα εξέλιξις αυτής απησχόλησε πολύ τους ερμηνευτάς των αρχαίων μύθων.
Αι οδοί τα οποίας ηκολούθησαν οι ερευνηταί ούτοι είναι κυρίως δύο, η της ετυμολογίας της λέξεως ήρως και η της σημασίας αυτής εις τα αρχαία ελληνικά κείμενα κατά την χρονολογικήν σειράν των. Η ετυμολογική όμως πορεία δεν...
ωδήγησε τους ερευνητάς εις το αυτό τέρμα. Ούτως εκ των αρχαίων ερευνητών ο Πλάτων συνήπτε την λέξιν ήρως προς την λέξι είρω (=λέγω) και είρη (=αγορά, τόπος συναθροίσεως) και είχε την γνώμην ότι ήρωες ήσαν «οι μύθων ρήτορες»(οι ικανοί λέγειν), ή προς την λέξιν έρως, ότε ήρωες ήσαν, κατ’ αυτόν, οι εξ έρωτος (θεού και θνητής γυναικός ή θεάς και θνητού) γεννηθέντες, άλλοι δε προς την λέξιν αήρ και είχον την γνώμην ότι ήρωες ήσαν οι ηέριοι, οι κατοικούντες δηλαδή εν τη ατμοσφαίρα (αέρι). Κατά το Μέγα ετυμολογικόν ήρωες είναι οι πάλαι, οι πρωτογενείς άνθρωποι. Εκ των νεωτέρων ετυμολόγων ο G. Curtius ταύτισε την λέξιν προς την λατινικήν vir σημαίνουσαν ό,τι και η ελληνική ανήρ, εν αντιθέσει προς τας λέξεις θεός, γυνή, νεανίας, παις, και εμφαντικώς ο γενναίος (άνθρωπος και λατ. Homo αντιτίθενται προς το κτήνος).
Ο Emile Boisacq σύνηψε την λέξιν ήρως (ως και την λέξιν Ήρα-ΗρFa) προς την λατινικήν servo (=φυλάττω άθικτον) και έχει την γνώμην, ότι η λέξις ήρως είναι της αυτής σημασίας, με την λέξιν φύλαξ, προστάτης. Και ο Μ. Breal, του οποίου η γνώμη συμφωνεί και με την σημασίαν της λέξεως εις το Μέγα ετυμολογικόν, φρονεί ότι η ρίζα της λέξεως ήρως έχει σχέσιν με το είρρημα ήρι (τοπικήν πτώσιν της λέξεως ήρ-έαρ), το οποίον σημαίνει ποτέ, άλλοτε και είναι πρώτον συνθετικόν του επιθέτου ηριγένια, το οποίον συνοδεύει την λέξιν «ηώς» (=αυγή). Κατ’ αυτόν λοιπόν ήρωες είναι οι παλαιοί, ο πρόγονοι. Στηρίγματα εις την γνώμην του ταύτην ο Breal ευρίσκει τα εξής: η πρωϊα (ηριγένεια ηώς) είναι, ως λέγει, η αρχή της ημέρας και το έαρ η αρχή του έτους, κατ’ ακολουθίαν το επίρρημα ήρι ήτο λογικώς επόμενον ν’ αποκτήση την σημασίαν του πάλαι, ποτέ η εις επιτυμβίους στήλας συνηθιζομένη επιγραφή «ήρως χρηστέ χαίρε» καθοδηγεί, προσθέτει, προς την σημασίαν ταύτην (=πρόγονε χρηστέ χαίρε), αφού μάλιστα, ως είναι γνωστόν, αι λέξεις εν τη θρησκευτική χρήσει των δυσκόλως αποβάλλουσι την σημασίαν των και η κατάληξις (ως) παρ’ Ομήρω είναι συνήθης εις τας λέξεις τας σημαινούσας δεσμόν οικογενειακόν (πάτρως=πατράδελφος, μήτρως=μητράδελφος, γαλόως=ανδραδελφή ή σύζυγος του αδελφού). Την σημασίαν ταύτην (οι παλαιοί) φαίνεται ότι δίδει και ο Όμηρος εις την Νέκυιαν της Οδυσσείας του. Με την πιθανήν ταύτην γνώμην του Breal η ηρωολατρεία είναι μία μορφή της προγονολατρείας. Είναι δε γνωστόν πόσον επεδίωκον όχι μόνον αι διάφοροι φυλαί της αρχαίας Ελλάδος, αλλά και αι επισημότεραι οικογένειαι εκάστης πόλεως αυτής να επιδεικνύωσιν ως πρώτον πρόγονον, ως γενάρχην των, ένα των μυθικών ηρώων της αρχαίας Ελλάδος.
Εκ της ερεύνης της σημασίας της λέξεως ήρως εις τα αρχαία ελληνικά κείμενα ευρέθη, ότι αύτη είχεν αλληλοδιαδόχους αυξομειώσεις του πλάτους της σημασίας της κατά διαφόρους εποχάς. Ούτω κατά τους χρόνους του Ομήρου κυρίως μεν ήρωες είναι οι Διογενείς βασιλείς, οι ηγεμόνες δηλαδή, εις τας φλέβας των οποίων έρρεε θείον αίμα (ο Αχιλλεύς, ο Αινείας) και είχον το σκήπτρον (σύμβολον της εξουσίας των) από του Διός (ο Αγαμέμνων) παρ’ αυτούς όμως ο Όμηρος δια του τιμητικού αυτού επιθέτου προσφωνεί και πάντα διακρινόμενον δια την φυσικήν ρώμην του (τον Αίαντα), την πνευματικήν ευστροφίαν του (τον Οδυσσέα), την αφοβίαν και πολεμικήν ορμήν του (τον Διομήδη), την εις υπέρτατον βαθμόν φρόνησίν του (τον Νέστορα) και ακόμη πάντα έχοντα υπερτάτην επιδεξιότητα εις το έργον του (ως τον θείον αοιδόν Δημόδοκον και τον κήρυκα Μούλιον, Οδ. σ. 422). Είναι δηλαδή οι ήρωες του Ομήρου ανώτεροι των ανθρώπων κατά τα δώρα, τα οποία έδωσαν εις αυτούς οι θεοί ή η φύσις, αλλά δεν είναι απηλλαγμένοι των ανθρωπίνων περιπετειών αποθνήσκουσι και ούτοι ως οι λοιποί άνθρωποι και αι ψυχαί των έχουσι την αυτήν εν τω Άδη κατοικίαν. Μόνον ο Μενέλαος έτυχεν εξαιρετικής ευνοίας των θεών, μεταφερθείς ζων εις τα Ηλύσια πεδία (Οδυσ. Δ, 566 κ.εξ) και κατά τινα μεθομηρικήν παράδοσιν (Πινδ. Νεμ. Χ) και ο Διομήδης. Παρά τον κοινόν όμως προς τους λοιπούς ανθρώπους κλήρών των, οι ομηρικοί ήρωες, και ιδίως εκ τούτων οι πολεμικοί, με την εξύμνησιν των κατορθωμάτων των ήσκησαν τοσαύτην γοητείαν εις την ελληνικήν φαντασίαν, ώστε εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, οι οποίοι ήκουον τα κλέα αυτών, ανυψώθησαν ούτοι εις θεούς.
Την αντίληψιν ταύτην των συγχρόνων του μετωχέτευσεν εις τα ποιήματά του ο Ησίοδος, όστις αποκαλεί ημιθέους πάντας τους γενναίους πολεμιστάς, οίτινες έπεσαν εν Τροία ή προ των τειχών των Θηβών. Ήσαν ανδρειότεροι και γενναιότεροι, λέγει, και δια τούτο ο Ζευς εν τη δικαιοσύνη του έδωκεν εις αυτούς ως κατοικίαν μετά θάνατον τας νήσους των Μακάρων, ένθα «τρις έτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα μελιηδέα καρπόν» (Ησιόδ. Έργ. Και Ημ. 158 κ.εξ). Η εκφρασθείσα όμως γνώμη του ποιητού περί της κατοικίας των ηρώων δεν έγινεν ασπαστή υπό του ελληνικού λαού, διότι το θρησκευτικόν αίσθημά του εχρειάζετο κατοικίαν των ηρώων προσιτωτέραν εις αυτόν, δια τούτο οι αρχαίοι Έλληνες ηκολούθησαν την ομηρικήν παράδοσιν, πιστεύοντες ότι, πλην του Ηρακλέους, όστις ανήλθεν εις τον Όλυμπον, οι λοιποί κατοικούσιν εις τον Άδην, όπου και πάντες οι ζήσαντες εν τη γη και αυτός ακόμη ο κριτής γενόμενος των ψυχών των αποθνησκόντων Αιακός, ως ο καταποθείς μετά του άρματός του εντός χάσματος γης, ανοιγέντος αιφνιδίως υπό του Διός (διότι ηθέλησε να καταστήση αυτόν αθάνατον), Αμφιάραος, του οποίου η φωνή από του Άδου εγίνετο ακουστή υπό των συμβουλευομένων αυτόν εις το παρά το χάσμα ανεγερθέν κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους ιερόν του. Ούτε όμως εις τους χρόνους του Ομήρου, ούτε εις τους χρόνους του Ησιόδου επίστευον, ότι οι ήρωες είχον την δύναμιν, ως οι θεοί, να ωφελήσωσιν ή βλάψωσιν τους ανθρώπους»
πηγή
Αι οδοί τα οποίας ηκολούθησαν οι ερευνηταί ούτοι είναι κυρίως δύο, η της ετυμολογίας της λέξεως ήρως και η της σημασίας αυτής εις τα αρχαία ελληνικά κείμενα κατά την χρονολογικήν σειράν των. Η ετυμολογική όμως πορεία δεν...
ωδήγησε τους ερευνητάς εις το αυτό τέρμα. Ούτως εκ των αρχαίων ερευνητών ο Πλάτων συνήπτε την λέξιν ήρως προς την λέξι είρω (=λέγω) και είρη (=αγορά, τόπος συναθροίσεως) και είχε την γνώμην ότι ήρωες ήσαν «οι μύθων ρήτορες»(οι ικανοί λέγειν), ή προς την λέξιν έρως, ότε ήρωες ήσαν, κατ’ αυτόν, οι εξ έρωτος (θεού και θνητής γυναικός ή θεάς και θνητού) γεννηθέντες, άλλοι δε προς την λέξιν αήρ και είχον την γνώμην ότι ήρωες ήσαν οι ηέριοι, οι κατοικούντες δηλαδή εν τη ατμοσφαίρα (αέρι). Κατά το Μέγα ετυμολογικόν ήρωες είναι οι πάλαι, οι πρωτογενείς άνθρωποι. Εκ των νεωτέρων ετυμολόγων ο G. Curtius ταύτισε την λέξιν προς την λατινικήν vir σημαίνουσαν ό,τι και η ελληνική ανήρ, εν αντιθέσει προς τας λέξεις θεός, γυνή, νεανίας, παις, και εμφαντικώς ο γενναίος (άνθρωπος και λατ. Homo αντιτίθενται προς το κτήνος).
Ο Emile Boisacq σύνηψε την λέξιν ήρως (ως και την λέξιν Ήρα-ΗρFa) προς την λατινικήν servo (=φυλάττω άθικτον) και έχει την γνώμην, ότι η λέξις ήρως είναι της αυτής σημασίας, με την λέξιν φύλαξ, προστάτης. Και ο Μ. Breal, του οποίου η γνώμη συμφωνεί και με την σημασίαν της λέξεως εις το Μέγα ετυμολογικόν, φρονεί ότι η ρίζα της λέξεως ήρως έχει σχέσιν με το είρρημα ήρι (τοπικήν πτώσιν της λέξεως ήρ-έαρ), το οποίον σημαίνει ποτέ, άλλοτε και είναι πρώτον συνθετικόν του επιθέτου ηριγένια, το οποίον συνοδεύει την λέξιν «ηώς» (=αυγή). Κατ’ αυτόν λοιπόν ήρωες είναι οι παλαιοί, ο πρόγονοι. Στηρίγματα εις την γνώμην του ταύτην ο Breal ευρίσκει τα εξής: η πρωϊα (ηριγένεια ηώς) είναι, ως λέγει, η αρχή της ημέρας και το έαρ η αρχή του έτους, κατ’ ακολουθίαν το επίρρημα ήρι ήτο λογικώς επόμενον ν’ αποκτήση την σημασίαν του πάλαι, ποτέ η εις επιτυμβίους στήλας συνηθιζομένη επιγραφή «ήρως χρηστέ χαίρε» καθοδηγεί, προσθέτει, προς την σημασίαν ταύτην (=πρόγονε χρηστέ χαίρε), αφού μάλιστα, ως είναι γνωστόν, αι λέξεις εν τη θρησκευτική χρήσει των δυσκόλως αποβάλλουσι την σημασίαν των και η κατάληξις (ως) παρ’ Ομήρω είναι συνήθης εις τας λέξεις τας σημαινούσας δεσμόν οικογενειακόν (πάτρως=πατράδελφος, μήτρως=μητράδελφος, γαλόως=ανδραδελφή ή σύζυγος του αδελφού). Την σημασίαν ταύτην (οι παλαιοί) φαίνεται ότι δίδει και ο Όμηρος εις την Νέκυιαν της Οδυσσείας του. Με την πιθανήν ταύτην γνώμην του Breal η ηρωολατρεία είναι μία μορφή της προγονολατρείας. Είναι δε γνωστόν πόσον επεδίωκον όχι μόνον αι διάφοροι φυλαί της αρχαίας Ελλάδος, αλλά και αι επισημότεραι οικογένειαι εκάστης πόλεως αυτής να επιδεικνύωσιν ως πρώτον πρόγονον, ως γενάρχην των, ένα των μυθικών ηρώων της αρχαίας Ελλάδος.
Εκ της ερεύνης της σημασίας της λέξεως ήρως εις τα αρχαία ελληνικά κείμενα ευρέθη, ότι αύτη είχεν αλληλοδιαδόχους αυξομειώσεις του πλάτους της σημασίας της κατά διαφόρους εποχάς. Ούτω κατά τους χρόνους του Ομήρου κυρίως μεν ήρωες είναι οι Διογενείς βασιλείς, οι ηγεμόνες δηλαδή, εις τας φλέβας των οποίων έρρεε θείον αίμα (ο Αχιλλεύς, ο Αινείας) και είχον το σκήπτρον (σύμβολον της εξουσίας των) από του Διός (ο Αγαμέμνων) παρ’ αυτούς όμως ο Όμηρος δια του τιμητικού αυτού επιθέτου προσφωνεί και πάντα διακρινόμενον δια την φυσικήν ρώμην του (τον Αίαντα), την πνευματικήν ευστροφίαν του (τον Οδυσσέα), την αφοβίαν και πολεμικήν ορμήν του (τον Διομήδη), την εις υπέρτατον βαθμόν φρόνησίν του (τον Νέστορα) και ακόμη πάντα έχοντα υπερτάτην επιδεξιότητα εις το έργον του (ως τον θείον αοιδόν Δημόδοκον και τον κήρυκα Μούλιον, Οδ. σ. 422). Είναι δηλαδή οι ήρωες του Ομήρου ανώτεροι των ανθρώπων κατά τα δώρα, τα οποία έδωσαν εις αυτούς οι θεοί ή η φύσις, αλλά δεν είναι απηλλαγμένοι των ανθρωπίνων περιπετειών αποθνήσκουσι και ούτοι ως οι λοιποί άνθρωποι και αι ψυχαί των έχουσι την αυτήν εν τω Άδη κατοικίαν. Μόνον ο Μενέλαος έτυχεν εξαιρετικής ευνοίας των θεών, μεταφερθείς ζων εις τα Ηλύσια πεδία (Οδυσ. Δ, 566 κ.εξ) και κατά τινα μεθομηρικήν παράδοσιν (Πινδ. Νεμ. Χ) και ο Διομήδης. Παρά τον κοινόν όμως προς τους λοιπούς ανθρώπους κλήρών των, οι ομηρικοί ήρωες, και ιδίως εκ τούτων οι πολεμικοί, με την εξύμνησιν των κατορθωμάτων των ήσκησαν τοσαύτην γοητείαν εις την ελληνικήν φαντασίαν, ώστε εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, οι οποίοι ήκουον τα κλέα αυτών, ανυψώθησαν ούτοι εις θεούς.
Την αντίληψιν ταύτην των συγχρόνων του μετωχέτευσεν εις τα ποιήματά του ο Ησίοδος, όστις αποκαλεί ημιθέους πάντας τους γενναίους πολεμιστάς, οίτινες έπεσαν εν Τροία ή προ των τειχών των Θηβών. Ήσαν ανδρειότεροι και γενναιότεροι, λέγει, και δια τούτο ο Ζευς εν τη δικαιοσύνη του έδωκεν εις αυτούς ως κατοικίαν μετά θάνατον τας νήσους των Μακάρων, ένθα «τρις έτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα μελιηδέα καρπόν» (Ησιόδ. Έργ. Και Ημ. 158 κ.εξ). Η εκφρασθείσα όμως γνώμη του ποιητού περί της κατοικίας των ηρώων δεν έγινεν ασπαστή υπό του ελληνικού λαού, διότι το θρησκευτικόν αίσθημά του εχρειάζετο κατοικίαν των ηρώων προσιτωτέραν εις αυτόν, δια τούτο οι αρχαίοι Έλληνες ηκολούθησαν την ομηρικήν παράδοσιν, πιστεύοντες ότι, πλην του Ηρακλέους, όστις ανήλθεν εις τον Όλυμπον, οι λοιποί κατοικούσιν εις τον Άδην, όπου και πάντες οι ζήσαντες εν τη γη και αυτός ακόμη ο κριτής γενόμενος των ψυχών των αποθνησκόντων Αιακός, ως ο καταποθείς μετά του άρματός του εντός χάσματος γης, ανοιγέντος αιφνιδίως υπό του Διός (διότι ηθέλησε να καταστήση αυτόν αθάνατον), Αμφιάραος, του οποίου η φωνή από του Άδου εγίνετο ακουστή υπό των συμβουλευομένων αυτόν εις το παρά το χάσμα ανεγερθέν κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους ιερόν του. Ούτε όμως εις τους χρόνους του Ομήρου, ούτε εις τους χρόνους του Ησιόδου επίστευον, ότι οι ήρωες είχον την δύναμιν, ως οι θεοί, να ωφελήσωσιν ή βλάψωσιν τους ανθρώπους»
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών