Ο λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα - 8 Οκτωβρίου 1838 - Εφημερίς “Ο Αιών”, 13 Νοεμβρίου 1838
“Παιδιά μου! Εις τον τόπον τούτον, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιόν καιρόν άντρες σοφοί και άντρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των….
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, στη μεγάλη δόξα των προπατόρων μας κι έρχομαι να σας είπω όσα στον καιρό του αγώνα μας και πριν απ’ αυτόν κι ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος παρατήρησα κι απ’ αυτά να κάμωμεν συμπερασμούς και για την μέλλουσαν ευτυχία σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
“Εγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας”
Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι σας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως....
ήτον σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθηκαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των… Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τις πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθεν εις τον κόσμον ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα… Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι, και έκαμαν ότι μπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του… Έκοψαν γλώσσες σε πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν… Τον ένα έκοβαν, ο άλλος τον σταυρό του έκανε.
Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διώρισε έναν βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της Εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός Κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι, και οι προκομμένοι, το καλλίτερο μέρος των πολιτών, μη υποφέροντες τον ζυγό έφευγαν κι οι γραμματισμένοι επήραν τα βιβλία και φύγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, κι έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε καθ’ ημέρα χειρότερα… διότι αν βρισκόταν μεταξύ του λαού κανείς με λίγη άνθηση τον λάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορον της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μη υποφέροντες την τυραννίαν των Τούρκων και βλέποντες τις δόξες και τις ηδονές οπού απελάμβανον αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε μέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχυνε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία. Και σαν τους πρέπει να χρεωστούμεν ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανεν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και οι άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμεν και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε… Όθεν μας ήρθε στο νου να τους μιμηθούμε και να γίνομε ευτυχέστεροι και έτσι έγινε και επροόδευσεν η εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα”, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας… και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’ αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι… Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και εις την Κωνσταντινούπολη…
Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους μα τι να κάνουμε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Κι όταν έλεγες του Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, ή να πάει στον πόλεμο, τούτος πρόβαλλε το Γιάννη. Και με αυτό τον τρόπο κανείς δεν ήθελε να συντράμει, μήτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά μας έμπαινε Πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έρριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο κι ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά τη γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν κτίζεται, ούτε τελειώνει. Ο ένας λέει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει στο ανατολικό μέρος, ο άλλος στο αντικρυνό κι ο άλλος στο βοριά, σαν να ήταν το σπίτι στον αραμπά και να γυρίζει καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτον τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι αρχιτέκτονας, οπού να προστάζει πώς θα γίνει. Παρομοίως κι εμείς χρειαζόμαστε έναν αρχηγό κι έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει κι οι άλλοι να υπακούνε και ν’ ακολουθάνε. Αλλά επειδή είμαστε σε τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιάς μας, έπεσε η Τουρκιά πάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο Βασιλεύς, τα πράματα ησυχάζουν και το εμπόριο κι η γεωργία κι οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθηση θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά για να αυξήσουμε, χρειάζεται κι η στερέωση της πολιτείας μας, που γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του θρόνου. Ο Βασιλεύς είναι νέος, και συμμορφώνεται με τον τόπο μας. Δεν είναι προσωρινός αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική, και θα περάσει στα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν και σεις και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως κι ύστερα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάνε μία θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε στους καφενέδες και στα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον, δυο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι στο επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσερις-πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι, να σκλαβωθείτε εις τα γεράματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμία “μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε”.
Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γενεί σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, μα να κοιτάζει το καλό της κοινότητας, γιατί μέσα στο καλό αυτό βρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα περασμένα κι από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποία να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και οι μέρες της γενιάς που σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν σε λίγο περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέρα των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ημέρα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο όπου ημείς ελευθερώσαμε και διά να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της Πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω τον λόγον μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – 8 Οκτωβρίου 1838″
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών