Είναι νωρίς το απόγευμα. Πηγαίνοντας προς το σπίτι, και
επειδή απογευματινός καφές χωρίς να διαβάσω δεν γίνεται, απλώνω το χέρι
στο «σταντ» που βρίσκω μπροστά μου και παίρνω μια από τις εφημερίδες που
διανέμονται δωρεάν. Είμαι «τυχερός» καθότι το αντίτυπο που πήρα, ήταν
εκ των τελευταίων. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η εφημερίδα αυτή έχει πολύ
καλό στήσιμο, προσεγμένη γλώσσα, «βαρύγδουπες» υπογραφές και ανάλογα
κείμενα. Ακόμα και ο δήθεν αυθορμητισμός είναι επιτηδευμένος,
«φτιαγμένος», ενταγμένος σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και λογική. Το
δε ύφος των «βαρύγδουπων» υπογραφών κινείται στο γνωστό μοτίβο: «Σέβομαι
τη γνώμη σου, αλλά δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτήν»… Είναι μια....
εφημερίδα που «γράφει για τη ζωή», δεν γνωρίζει, όμως, τίποτα από την αληθινή ζωή, καθώς συγχέει την κοινωνική πραγματικότητα και το λαϊκό αισθητήριο με τον μικρόκοσμο του «λάιφ στάιλ».
Γιατί αυτό είναι το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) έντυπο. Μια εφημερίδα για το «λάιφ στάιλ» και όχι για τη ζωή, ή για τον πολιτισμό, όπως τυχόν αφήνει να εννοηθεί από τους υπευθύνους της, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού της κοινού. Ο πολιτισμός αποτελεί τη βάση του άλλοθι για την επί της «κοσμικής ζωής» πρόταση που έχει το έντυπο αυτό, όπως και κάθε ανάλογο έντυπο. Η δομή αυτής της πρότασης υποτίθεται πως βρίσκεται στον αντίποδα του κυρίαρχου, αυτού που προβάλλουν τα τηλεοπτικά κανάλια τύπου STAR και τα περιοδικά του Κωστόπουλου και των ομοίων του. Εδώ δεν έχουμε Μύκονο, λαμπερά κλαμπς, επιδείξεις μόδας και όλα τα συναφή, που αφορούν στους «επιτυχημένους» (οι άλλοι, οι «αποτυχημένοι», μπορούν μόνο να τους βλέπουν, να τους ζηλεύουν και να τους θαυμάζουν, έχοντάς τους ως κοινωνικά πρότυπα). Εδώ έχουμε «λάιφ στάιλ» και κουλτούρα «ποιοτική». Με ήπιους τόνους, ενάντια σε καθετί ακραίο που συνιστά «μη πολιτικά ορθό», ήχους πάσης φύσεως νέγρικης μουσικής, χαμηλόφωτα (και χαμηλόφωνα) μπαράκια, «εναλλακτικό» θέατρο και «καλτ» κινηματογράφο. Και κοινωνική κριτική, βέβαια. Άφθονη κοινωνική κριτική, απευθυνόμενη σε πολλές κατευθύνσεις. Κριτική προς μια συγκεκριμένη μερίδα μοδάτων αστών και νεόπλουτων και πολύ περισσότερο κριτική προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους. Ο μέσος όρος των μόνιμων αναγνωστών του συγκεκριμένου εντύπου, όπως θα τον ήθελε ο εκδότης του, είναι κάπως έτσι: Φαίνεται «ψαγμένος», ξέρει να φέρεται, έχει πολιτι(στι)κές ανησυχίες στα όρια του «εφικτού», είναι μορφωμένος (χωρίς να χρειάζεται να είναι καλλιεργημένος, κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη συμπεριφορά), δεν είναι πλούσιος, αλλά δεν πεινά κιόλας.
Είναι ο διανοούμενος (έστω και γιαλαντζί) της κοινωνίας μας, το πρότυπο της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης και συμπεριφοράς, που μπορεί να ζει σχετικά άνετα και «αξιοπρεπώς» και να αναλώνει τον όποιο ελεύθερο χρόνο του στα «ποιοτικά» θεάματα και ακροάματα, που του σερβίρονται προκειμένου να διαλέξει. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Αλίμονο, αυτό είναι και το πιο σημαντικό, αυτό είναι το ζητούμενο, η δημιουργἰα εσωτερικών ψευδαισθήσεων.
Γι’ αυτό άλλωστε το Εμείς δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μόνο το εγώ. Εγώ και ο εαυτούλης μου. Άντε και ο άνθρωπος, με τον οποίο αποτελούμε ζευγάρι ή και μια «καλή παρέα». Ολιγομελής πάντα και με συγκεκριμένες στοχεύσεις χαμηλού βεληνεκούς. Αυτός είναι όρος απαράβατος. Διότι στις πολυμελείς παρέες ελλοχεύει ο «κίνδυνος» της Συλλογικότητας.
Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για κάτι το συλλογικό, για κάποια διεκδίκηση ουσιαστικού χαρακτήρα. Το δόγμα του «λάιφ στάιλ» παραπέμπει στην σωτηρἰα της ψυχής, όχι φυσικά με την δική μας έννοια, ούτε καν με τη χριστιανική, αλλά με την έννοια της μικροαστικής καλοπέρασης. «Περνάμε καλά, το ίδιο ευχόμαστε και σ’ εσάς», είναι το σύνθημα που δίνει τον τόνο, χωρίς να καταγράφεται ξεκάθαρο ως τέτοιο. Διατρέχει, όμως, υπαινικτικά όλο το σώμα της εφημερίδας, ξεπηδά από κάθε σχεδόν κείμενο, από κάθε αλληλουχία λέξεων, αιωρείται αόρατα (μα τόσο αισθητά) μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος, έτσι και δεν έχει «αντισώματα», αιχμαλωτίζεται, άγεται και φέρεται.
Σε αντίθεση μ’ όλο το.....
συνέχεια
εφημερίδα που «γράφει για τη ζωή», δεν γνωρίζει, όμως, τίποτα από την αληθινή ζωή, καθώς συγχέει την κοινωνική πραγματικότητα και το λαϊκό αισθητήριο με τον μικρόκοσμο του «λάιφ στάιλ».
Γιατί αυτό είναι το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) έντυπο. Μια εφημερίδα για το «λάιφ στάιλ» και όχι για τη ζωή, ή για τον πολιτισμό, όπως τυχόν αφήνει να εννοηθεί από τους υπευθύνους της, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού της κοινού. Ο πολιτισμός αποτελεί τη βάση του άλλοθι για την επί της «κοσμικής ζωής» πρόταση που έχει το έντυπο αυτό, όπως και κάθε ανάλογο έντυπο. Η δομή αυτής της πρότασης υποτίθεται πως βρίσκεται στον αντίποδα του κυρίαρχου, αυτού που προβάλλουν τα τηλεοπτικά κανάλια τύπου STAR και τα περιοδικά του Κωστόπουλου και των ομοίων του. Εδώ δεν έχουμε Μύκονο, λαμπερά κλαμπς, επιδείξεις μόδας και όλα τα συναφή, που αφορούν στους «επιτυχημένους» (οι άλλοι, οι «αποτυχημένοι», μπορούν μόνο να τους βλέπουν, να τους ζηλεύουν και να τους θαυμάζουν, έχοντάς τους ως κοινωνικά πρότυπα). Εδώ έχουμε «λάιφ στάιλ» και κουλτούρα «ποιοτική». Με ήπιους τόνους, ενάντια σε καθετί ακραίο που συνιστά «μη πολιτικά ορθό», ήχους πάσης φύσεως νέγρικης μουσικής, χαμηλόφωτα (και χαμηλόφωνα) μπαράκια, «εναλλακτικό» θέατρο και «καλτ» κινηματογράφο. Και κοινωνική κριτική, βέβαια. Άφθονη κοινωνική κριτική, απευθυνόμενη σε πολλές κατευθύνσεις. Κριτική προς μια συγκεκριμένη μερίδα μοδάτων αστών και νεόπλουτων και πολύ περισσότερο κριτική προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους. Ο μέσος όρος των μόνιμων αναγνωστών του συγκεκριμένου εντύπου, όπως θα τον ήθελε ο εκδότης του, είναι κάπως έτσι: Φαίνεται «ψαγμένος», ξέρει να φέρεται, έχει πολιτι(στι)κές ανησυχίες στα όρια του «εφικτού», είναι μορφωμένος (χωρίς να χρειάζεται να είναι καλλιεργημένος, κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη συμπεριφορά), δεν είναι πλούσιος, αλλά δεν πεινά κιόλας.
Είναι ο διανοούμενος (έστω και γιαλαντζί) της κοινωνίας μας, το πρότυπο της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης και συμπεριφοράς, που μπορεί να ζει σχετικά άνετα και «αξιοπρεπώς» και να αναλώνει τον όποιο ελεύθερο χρόνο του στα «ποιοτικά» θεάματα και ακροάματα, που του σερβίρονται προκειμένου να διαλέξει. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Αλίμονο, αυτό είναι και το πιο σημαντικό, αυτό είναι το ζητούμενο, η δημιουργἰα εσωτερικών ψευδαισθήσεων.
Γι’ αυτό άλλωστε το Εμείς δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μόνο το εγώ. Εγώ και ο εαυτούλης μου. Άντε και ο άνθρωπος, με τον οποίο αποτελούμε ζευγάρι ή και μια «καλή παρέα». Ολιγομελής πάντα και με συγκεκριμένες στοχεύσεις χαμηλού βεληνεκούς. Αυτός είναι όρος απαράβατος. Διότι στις πολυμελείς παρέες ελλοχεύει ο «κίνδυνος» της Συλλογικότητας.
Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για κάτι το συλλογικό, για κάποια διεκδίκηση ουσιαστικού χαρακτήρα. Το δόγμα του «λάιφ στάιλ» παραπέμπει στην σωτηρἰα της ψυχής, όχι φυσικά με την δική μας έννοια, ούτε καν με τη χριστιανική, αλλά με την έννοια της μικροαστικής καλοπέρασης. «Περνάμε καλά, το ίδιο ευχόμαστε και σ’ εσάς», είναι το σύνθημα που δίνει τον τόνο, χωρίς να καταγράφεται ξεκάθαρο ως τέτοιο. Διατρέχει, όμως, υπαινικτικά όλο το σώμα της εφημερίδας, ξεπηδά από κάθε σχεδόν κείμενο, από κάθε αλληλουχία λέξεων, αιωρείται αόρατα (μα τόσο αισθητά) μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος, έτσι και δεν έχει «αντισώματα», αιχμαλωτίζεται, άγεται και φέρεται.
Σε αντίθεση μ’ όλο το.....
συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών