Toυ Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Υπάρχουν δυο τρόποι να κοιτάς την κοινωνία και τα πράγματα. Από τη μεριά των λίγων και των ισχυρών ή από την μεριά των πολλών και αδύναμων. Εγώ την βλέπω από την μεριά των πολλών, στέκομαι μαζί με το πλήθος των ανθρώπων που μεγάλωσα και ζω μαζί τους.
Γιατί μπορεί να μην πιστεύω στην ταξική πάλη, να θεωρώ ακρογωνιαίο λίθο της κοσμοθεωρίας μου την εθνική και κοινωνική ενότητα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι τάξεις δεν υπάρχουν. Κι έχεις πάντα δικαίωμα επιλογής. Με τον Λαό ή με την Κλεπτοκρατία. Με τους εργαζόμενους ή με την βλαχομπαρόκ παρασιτική «αριστοκρατία». Με την Πατρίδα ή με τους εχθρούς της, στρατιώτης της ή τυφεκιοφόρος του εχθρού.
Οι άγριοι καιροί, που ήδη ήρθαν,
θα θέσουν επιτακτικά το ερώτημα αυτό σε όλους μας και κυρίως σε όσους ανήκουν στην πολιτική τάξη. Γιατί ήδη η ανέχεια σαν λοιμώδης νόσος απλώνεται στις γειτονιές.
Όλα υπάρχουν από το Έθνος και υπέρ του Έθνους. Οι θεσμοί, οι διαδικασίες, ο πλούτος, η Παιδεία, οι Ένοπλες Δυνάμεις, τα πάντα. Και το Έθνος το συγκροτούν πρωτίστως οι πολλοί κι όσοι από τους λίγους έχουν συνείδηση. Πιστεύω στους Ηγέτες, είναι οι πρόμαχοι κι οι πρωτοπόροι που κινούν τους τροχούς της Ιστορίας, αυτοί που εμπνέουν και συνεγείρουν τις μάζες αλλά ακόμη κι ο Αλέξανδρος χρειαζόταν τους Μακεδόνες του, δεν θα ήταν τίποτε χωρίς αυτούς…
Από τους πολλούς βγαίνει πάντα κι η αληθινή αριστοκρατία, οι πραγματικά καλύτεροι στην δουλειά, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική. Στην ειρήνη και στον πόλεμο. Κι όσο πιο διασφαλισμένη είναι η κοινωνική κινητικότητα, τόσο πιο υγιής είναι η κοινωνία. Οι κοινωνικοί αποκλεισμοί κι οι ενδογαμίες οδηγούν σε τύπους σαν τον Κάρολο της Αγγλίας. Όχι ιδιαίτερα καλό πράγμα για το μέλλον ενός τόπου, έτσι δεν είναι;
Ζήσαμε για δεκαετίες μια μπάσταρδη εποχή. Μας κυβέρνησε ο κατιμάς, τα βόδια κι όχι τα λιοντάρια μας. Σαν κάποιο γιγάντιο χέρι να ανάδευσε το κατακάθι της κοινωνίας κι ήρθε η μούργα στον αφρό. Φυγόστρατοι, αστράτευτοι κι ανεπάγγελτοι, υπάλληλοι εργολάβων και προμηθευτών, σόγια, γκόμενες και κολλητοί, πλημμυρίσανε την εξουσία, τα Πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ. «Δημοκρατία» των κολλητών με διάχυτη μια αισθητική «προοδευτικού» σκυλάδικου. Η πρώτιστη αρετή κάθε Έλληνα, ο πατριωτισμός, τέθηκε υπό διωγμό, χλευάστηκε από υστερικούς κονδυλοφόρους ή έγινε αντικείμενο καπηλείας από κομπέρ της πολιτικής, σούργελα τηλεπωλητές και κοσμικούς γκλαμουροκάγκουρες. Χωρίς αυτόν όμως, όχι στο μέλλον, ούτε για τσιγάρα δεν θα πάμε.
Ο παραγωγικός ιστός της χώρας κατέρρεε χρόνο με το χρόνο, οι παγετώνες πλησίαζαν αλλά τα επαναστατικά τζιτζίκια μας στο Φίλιον και στο Ντα Κάπο, τραγουδούσαν απτόητα τις μετασοσιαλιστικές μπούρδες τους, χορτάτα από προγράμματα κι επιδοτήσεις.
Δεν χρειαζόμαστε κανά γερολαδά, εξηνταβελόνη που θα μετράει με σφιχτό χέρι τα γρόσια. Η Πατρίδα δεν είναι μπακάλικο. Χρειαζόμαστε ηγεσία με φλογερή ελληνική πίστη, που να ανάψει πυρκαγιά στις συνειδήσεις, να αποτινάξει το σιδερένιο πέπλο της μιζέριας, της κατάθλιψης που σκόρπισαν οι σκιντζήδες της κυβέρνησης και τα εξαπτέρυγα τους. Πως είναι δυνατόν να απειλείς και να εκβιάζεις τον λαό σου μέρα παρά μέρα; Δεν διέλυσαν απλώς την αγορά και οδήγησαν κεφάλαια σε έξοδο πανικού. Καταρράκωσαν τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Το μεγαλύτερο έγκλημα τους είναι πάνω στο ηθικό του Λαού.
Τώρα που πέφτουν τα φτιασίδια της μεταπολιτευτικής πολιτικής ορθότητας κι ο βερεσέ νεοφιλεύθερος «σοσιαλισμός» τινάζει τα πέταλα, ορθώνεται πάλι το αρχαίο καθήκον. Με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει ο καθένας μας.
Οι δυνάμεις της παρακμής, ο κάλπικος διεθνισμός, το σαβουάρ βιβρ της ενδοτικής «αριστεράς» και της ενοχικής «δεξιάς», γκροτέσκοι ελληνοκάπηλοι, εργολάβοι και συγκροτήματα στοιχίζονται πίσω από το Μνημόνιο. Με λίγα λόγια, να πληρώνουμε τριάντα χρόνια, ώσπου να φέξουν τα παΐδια μας. Η χώρα να γίνει ρουμάνια κι ερείπια, στους δρόμους μας να παλεύουν η φτώχεια με την πρέζα, να παραιτηθούμε από την αξιοπρέπεια μας, να εκπορνευτούμε συν γυναιξί και τέκνοις και να ξοφλήσουμε 350 δις, χωρίς βιομηχανική παραγωγή, χωρίς γεωργία, βιοτεχνία. Κούληδες χωρίς σχιστά μάτια. Με λειψό Στρατό, τροχονόμο ορδών μουσουλμάνων. Κι όλα αυτά θα τα υποστεί ο Λαός, οι πολλοί και οι αδύναμοι. Αυτοί που δανείστηκαν και πληρώνουν αυτά που έφαγαν οι λίγοι, οι αμετανόητοι. Αυτοί που τώρα κάνουν μάχη οπισθοφυλακής, προσπαθούν να ελέγξουν την πτώση και να μεταθέσουν στο Λαό όση περισσότερη από την ζημιά γίνεται. Και κυρίως, την επόμενη μέρα να είναι και πάλι στα κόλπα. Να μείνουν αλώβητα τα ολιγοπώλια τους, οι αφανείς εταιρείες τους με τους κολλητούς, τις συμμαθήτριες και τις ορντινάτσες. Ένα μάτσο σινιέ κλεφτρόνια είναι, που, χρόνια τώρα, παίζουν στο μπαρμπούτι κάτω απ’ το σταυρό τα ιμάτια της Πατρίδας, που ναι, ρε παίδες, είναι οι κάμποι και τα ψηλά βουνά αλλά πρωτίστως είναι ο πατέρας μας κι η μάνα μας, τ’ αδέλφια και τα παιδιά μας. Είναι οι φίλοι κι οι συμμαθητές μας, αυτοί που μαζί γλεντήσαμε, κλάψαμε, πανηγυρίσαμε. Και πίσω τους, πίσω μας, ατέλειωτες γραμμές από ματωμένα χνάρια, ιδρωμένα χέρια. Αγώνας. Στη γη, στα μπάρκα, στα μηχανουργεία, στην ξενητειά. Προφορές, τραγούδια, μνήμες. Γιοι σπαρμένοι στην Βόρειο Ήπειρο και στον Πόντο, στο Αλή Βεράν και στ’ ακρογιάλι της Κερύνειας, στον Άγιο Ιλαρίωνα.
΄Ομαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον. Όσοι τα είχαν κι όσοι τα διάλεξαν κι αφομοιώθηκαν. Μ’ αυτούς ήμουν, είμαι και θα είμαι και σ’ όποιον αρέσει.
Υπάρχουν δυο τρόποι να κοιτάς την κοινωνία και τα πράγματα. Από τη μεριά των λίγων και των ισχυρών ή από την μεριά των πολλών και αδύναμων. Εγώ την βλέπω από την μεριά των πολλών, στέκομαι μαζί με το πλήθος των ανθρώπων που μεγάλωσα και ζω μαζί τους.
Γιατί μπορεί να μην πιστεύω στην ταξική πάλη, να θεωρώ ακρογωνιαίο λίθο της κοσμοθεωρίας μου την εθνική και κοινωνική ενότητα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι τάξεις δεν υπάρχουν. Κι έχεις πάντα δικαίωμα επιλογής. Με τον Λαό ή με την Κλεπτοκρατία. Με τους εργαζόμενους ή με την βλαχομπαρόκ παρασιτική «αριστοκρατία». Με την Πατρίδα ή με τους εχθρούς της, στρατιώτης της ή τυφεκιοφόρος του εχθρού.
Οι άγριοι καιροί, που ήδη ήρθαν,
θα θέσουν επιτακτικά το ερώτημα αυτό σε όλους μας και κυρίως σε όσους ανήκουν στην πολιτική τάξη. Γιατί ήδη η ανέχεια σαν λοιμώδης νόσος απλώνεται στις γειτονιές.
Όλα υπάρχουν από το Έθνος και υπέρ του Έθνους. Οι θεσμοί, οι διαδικασίες, ο πλούτος, η Παιδεία, οι Ένοπλες Δυνάμεις, τα πάντα. Και το Έθνος το συγκροτούν πρωτίστως οι πολλοί κι όσοι από τους λίγους έχουν συνείδηση. Πιστεύω στους Ηγέτες, είναι οι πρόμαχοι κι οι πρωτοπόροι που κινούν τους τροχούς της Ιστορίας, αυτοί που εμπνέουν και συνεγείρουν τις μάζες αλλά ακόμη κι ο Αλέξανδρος χρειαζόταν τους Μακεδόνες του, δεν θα ήταν τίποτε χωρίς αυτούς…
Από τους πολλούς βγαίνει πάντα κι η αληθινή αριστοκρατία, οι πραγματικά καλύτεροι στην δουλειά, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική. Στην ειρήνη και στον πόλεμο. Κι όσο πιο διασφαλισμένη είναι η κοινωνική κινητικότητα, τόσο πιο υγιής είναι η κοινωνία. Οι κοινωνικοί αποκλεισμοί κι οι ενδογαμίες οδηγούν σε τύπους σαν τον Κάρολο της Αγγλίας. Όχι ιδιαίτερα καλό πράγμα για το μέλλον ενός τόπου, έτσι δεν είναι;
Ζήσαμε για δεκαετίες μια μπάσταρδη εποχή. Μας κυβέρνησε ο κατιμάς, τα βόδια κι όχι τα λιοντάρια μας. Σαν κάποιο γιγάντιο χέρι να ανάδευσε το κατακάθι της κοινωνίας κι ήρθε η μούργα στον αφρό. Φυγόστρατοι, αστράτευτοι κι ανεπάγγελτοι, υπάλληλοι εργολάβων και προμηθευτών, σόγια, γκόμενες και κολλητοί, πλημμυρίσανε την εξουσία, τα Πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ. «Δημοκρατία» των κολλητών με διάχυτη μια αισθητική «προοδευτικού» σκυλάδικου. Η πρώτιστη αρετή κάθε Έλληνα, ο πατριωτισμός, τέθηκε υπό διωγμό, χλευάστηκε από υστερικούς κονδυλοφόρους ή έγινε αντικείμενο καπηλείας από κομπέρ της πολιτικής, σούργελα τηλεπωλητές και κοσμικούς γκλαμουροκάγκουρες. Χωρίς αυτόν όμως, όχι στο μέλλον, ούτε για τσιγάρα δεν θα πάμε.
Ο παραγωγικός ιστός της χώρας κατέρρεε χρόνο με το χρόνο, οι παγετώνες πλησίαζαν αλλά τα επαναστατικά τζιτζίκια μας στο Φίλιον και στο Ντα Κάπο, τραγουδούσαν απτόητα τις μετασοσιαλιστικές μπούρδες τους, χορτάτα από προγράμματα κι επιδοτήσεις.
Δεν χρειαζόμαστε κανά γερολαδά, εξηνταβελόνη που θα μετράει με σφιχτό χέρι τα γρόσια. Η Πατρίδα δεν είναι μπακάλικο. Χρειαζόμαστε ηγεσία με φλογερή ελληνική πίστη, που να ανάψει πυρκαγιά στις συνειδήσεις, να αποτινάξει το σιδερένιο πέπλο της μιζέριας, της κατάθλιψης που σκόρπισαν οι σκιντζήδες της κυβέρνησης και τα εξαπτέρυγα τους. Πως είναι δυνατόν να απειλείς και να εκβιάζεις τον λαό σου μέρα παρά μέρα; Δεν διέλυσαν απλώς την αγορά και οδήγησαν κεφάλαια σε έξοδο πανικού. Καταρράκωσαν τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Το μεγαλύτερο έγκλημα τους είναι πάνω στο ηθικό του Λαού.
Τώρα που πέφτουν τα φτιασίδια της μεταπολιτευτικής πολιτικής ορθότητας κι ο βερεσέ νεοφιλεύθερος «σοσιαλισμός» τινάζει τα πέταλα, ορθώνεται πάλι το αρχαίο καθήκον. Με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει ο καθένας μας.
Οι δυνάμεις της παρακμής, ο κάλπικος διεθνισμός, το σαβουάρ βιβρ της ενδοτικής «αριστεράς» και της ενοχικής «δεξιάς», γκροτέσκοι ελληνοκάπηλοι, εργολάβοι και συγκροτήματα στοιχίζονται πίσω από το Μνημόνιο. Με λίγα λόγια, να πληρώνουμε τριάντα χρόνια, ώσπου να φέξουν τα παΐδια μας. Η χώρα να γίνει ρουμάνια κι ερείπια, στους δρόμους μας να παλεύουν η φτώχεια με την πρέζα, να παραιτηθούμε από την αξιοπρέπεια μας, να εκπορνευτούμε συν γυναιξί και τέκνοις και να ξοφλήσουμε 350 δις, χωρίς βιομηχανική παραγωγή, χωρίς γεωργία, βιοτεχνία. Κούληδες χωρίς σχιστά μάτια. Με λειψό Στρατό, τροχονόμο ορδών μουσουλμάνων. Κι όλα αυτά θα τα υποστεί ο Λαός, οι πολλοί και οι αδύναμοι. Αυτοί που δανείστηκαν και πληρώνουν αυτά που έφαγαν οι λίγοι, οι αμετανόητοι. Αυτοί που τώρα κάνουν μάχη οπισθοφυλακής, προσπαθούν να ελέγξουν την πτώση και να μεταθέσουν στο Λαό όση περισσότερη από την ζημιά γίνεται. Και κυρίως, την επόμενη μέρα να είναι και πάλι στα κόλπα. Να μείνουν αλώβητα τα ολιγοπώλια τους, οι αφανείς εταιρείες τους με τους κολλητούς, τις συμμαθήτριες και τις ορντινάτσες. Ένα μάτσο σινιέ κλεφτρόνια είναι, που, χρόνια τώρα, παίζουν στο μπαρμπούτι κάτω απ’ το σταυρό τα ιμάτια της Πατρίδας, που ναι, ρε παίδες, είναι οι κάμποι και τα ψηλά βουνά αλλά πρωτίστως είναι ο πατέρας μας κι η μάνα μας, τ’ αδέλφια και τα παιδιά μας. Είναι οι φίλοι κι οι συμμαθητές μας, αυτοί που μαζί γλεντήσαμε, κλάψαμε, πανηγυρίσαμε. Και πίσω τους, πίσω μας, ατέλειωτες γραμμές από ματωμένα χνάρια, ιδρωμένα χέρια. Αγώνας. Στη γη, στα μπάρκα, στα μηχανουργεία, στην ξενητειά. Προφορές, τραγούδια, μνήμες. Γιοι σπαρμένοι στην Βόρειο Ήπειρο και στον Πόντο, στο Αλή Βεράν και στ’ ακρογιάλι της Κερύνειας, στον Άγιο Ιλαρίωνα.
΄Ομαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον. Όσοι τα είχαν κι όσοι τα διάλεξαν κι αφομοιώθηκαν. Μ’ αυτούς ήμουν, είμαι και θα είμαι και σ’ όποιον αρέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών