Σε κάθε έναρξη βουλευτικής περιόδου, θα έπρεπε ο πρόεδρος της Βουλής να
διαβάζει στο Σώμα βιογραφικά ορισμένων επιφανών εντίμων πολιτικών, προς
παραδειγματισμό. Να γνωρίζουν οι σύγχρονοι πολιτικοί, ότι στην πολιτική
μπαίνουν για να προσφέρουν και όχι για να οικονομήσουν. Για να μην
κάνουν εκείνο που είχε πει κάποτε ο αείμνηστος αγροτικός ηγέτης
Αλέξανδρος Μπαλτατζής: « ορισμένοι πολιτικοί ζούν και μάχονται για την
ιδεολογία τους και άλλοι ζούν και θησαυρίζουν από την ιδεολογία τους;»
Φαινόμενο εντίμου πολιτικού ανδρός, μεταξύ άλλων ( που δεν είναι πολλοί) ήταν ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Ο αείμνηστος συνάδελφος μου στην «Ακρόπολη» Βάσος Τσιμπιδάρος είχε διηγηθεί το εξής περιστατικό: « Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την....
πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ κι εκεί σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. « Τι;» Απόρησε εκείνος. « Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!» Στη συνέχεια ο διοικητής έδωσε στον Μοάτσο έντυπο να το συμπληρώσει και να το υπογράψει, λέγοντας του: « Το δάνειο θα εγκριθεί αμέσως!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ ο συνταξιούχος πήρα δάνειο για σπίτι;» ΄Εσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε, ακολουθώντας την ρήση του σοφού Βία του Πριηνέως : «Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της Αρχής μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι». Αυτή την ρήση, θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Βουλής να την αναρτήσει στην είσοδο της αιθούσης του Κοινοβουλίου.
Ο Πλαστήρας, άρρωστος απο φυματίωση σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι και αρνήθηκε λέγοντας: « μα τι λέτε, η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» Δέχτηκε τελικά μόνο έναν ανεμιστήρα για να τον δροσίζει στις ανυπόφορες μέρες του καύσωνα…
Δανείζομαι από επιστολή που μου έστειλε ο Κρητοπόντιος φίλος μου στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, το παρακάτω : «Δεν άφησε ο Πλαστήρας όταν πέθανε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα!» Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, για να μην χρωστά στην πατρίδα»
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26-7-1953 και τον έγδυσαν για να του βάλουν το νεκρικό κοστούμι, που ήταν δώρο του φίλου του Διονύση Καρρέρ, ο γιατρός που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα. Τον κιλλίβαντα, στον οποίο είχαν εναποθέσει το φέρετρο του, δεν το έσερναν άλογα, αλλά εβδομηντάρηδες εύζωνοι του Συντάγματός του, έως το Α’ Νεκροταφείο.
Ο Πλαστήρας και το ράντζο
Το1952, πρωθυπουργός ών, ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας ήταν κατάκοιτος στο σπίτι του στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. ΄Ηξεραν όλοι για την ασθένεια του και μια μέρα, δέχτηκε τη επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης. Όταν μπήκε στο λιτό διαμέρισμα του, εξεπλάγη σαν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, αντί αναπαυτικού κρεβατιού όπως θα περίμενε. « Νίκο γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε με οικειότητα η βασίλισσα και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική « Συνήθισα Μεγαλειοτάτη το ράντζο από το Στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…»
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Φαινόμενο εντίμου πολιτικού ανδρός, μεταξύ άλλων ( που δεν είναι πολλοί) ήταν ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Ο αείμνηστος συνάδελφος μου στην «Ακρόπολη» Βάσος Τσιμπιδάρος είχε διηγηθεί το εξής περιστατικό: « Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την....
πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ κι εκεί σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. « Τι;» Απόρησε εκείνος. « Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!» Στη συνέχεια ο διοικητής έδωσε στον Μοάτσο έντυπο να το συμπληρώσει και να το υπογράψει, λέγοντας του: « Το δάνειο θα εγκριθεί αμέσως!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ ο συνταξιούχος πήρα δάνειο για σπίτι;» ΄Εσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε, ακολουθώντας την ρήση του σοφού Βία του Πριηνέως : «Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της Αρχής μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι». Αυτή την ρήση, θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Βουλής να την αναρτήσει στην είσοδο της αιθούσης του Κοινοβουλίου.
Ο Πλαστήρας, άρρωστος απο φυματίωση σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι και αρνήθηκε λέγοντας: « μα τι λέτε, η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» Δέχτηκε τελικά μόνο έναν ανεμιστήρα για να τον δροσίζει στις ανυπόφορες μέρες του καύσωνα…
Δανείζομαι από επιστολή που μου έστειλε ο Κρητοπόντιος φίλος μου στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, το παρακάτω : «Δεν άφησε ο Πλαστήρας όταν πέθανε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα!» Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, για να μην χρωστά στην πατρίδα»
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26-7-1953 και τον έγδυσαν για να του βάλουν το νεκρικό κοστούμι, που ήταν δώρο του φίλου του Διονύση Καρρέρ, ο γιατρός που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα. Τον κιλλίβαντα, στον οποίο είχαν εναποθέσει το φέρετρο του, δεν το έσερναν άλογα, αλλά εβδομηντάρηδες εύζωνοι του Συντάγματός του, έως το Α’ Νεκροταφείο.
Ο Πλαστήρας και το ράντζο
Το1952, πρωθυπουργός ών, ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας ήταν κατάκοιτος στο σπίτι του στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. ΄Ηξεραν όλοι για την ασθένεια του και μια μέρα, δέχτηκε τη επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης. Όταν μπήκε στο λιτό διαμέρισμα του, εξεπλάγη σαν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, αντί αναπαυτικού κρεβατιού όπως θα περίμενε. « Νίκο γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε με οικειότητα η βασίλισσα και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική « Συνήθισα Μεγαλειοτάτη το ράντζο από το Στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…»
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών