Γράφει ο Φοίβος
Το κυπριακό ζήτημα και η αγγλοαμερικανική πολιτική
Σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, το κυπριακό ζήτημα κινήθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη , δηλαδή ανάμεσα στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για όσο διάστημα κρατούσε τα ηνία του αποικιοκρατικού κόσμου, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας της. Αλλά κι όταν το αποικιοκρατικό της σύστημα κατέρρευσε, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε την Κύπρο, γνωρίζοντας τη στρατηγική της αξία, αναφορικά με τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με το ίδιο σκεπτικό, ενήργησαν και οι Αμερικανοί ως νέοι ηγέτες του παγκόσμιου χάρτη-Γάλτα, εντάσσοντας το νησί στο....
στρατηγικό σχεδιασμό, το δικό τους και του ΝΑΤΟ. Ετσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ατλαντικής συμμαχίας.
Κυπριακό και αγγλοαμερικανική πολιτική στη δεκαετία του ’50
Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν μια νόθα διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος, τέτοια που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αμερικανοβρετανικές επιθυμίες. Αλλά κι αυτή η κολοβή διεθνοποίηση σκοντάφτει, δεδομένου ότι και τις δύο φορές που θα φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954) Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται από την ίδια πλευρά, αντιμέτωπες της απελευθέρωσης της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. Οι σύμμαχοι – έγραφε το «Βήμα» το Δεκέμβρη του ’54 – «μετεβλήθησαν εις συνωμότας διά να καταπνίξουν τη φωνή ενός υπερηφάνου λαού». Και η «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απέδειξε, χωρίς καμιά δυνατή παρερμηνεία, πως η πίστη της προς την Ελευθερία μπορεί να γίνει αντικείμενο παζαρέματος… Απέδειξε, δηλαδή, η αμερικανική κυβέρνηση πως η πίστη της δεν είναι πίστη και πως τα ιδανικά που διαφημίζει στις ξένες αγορές δεν είναι ιδανικά, παρά μια πραμάτεια σαν κάθε άλλη».
Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.
Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής αυτής της περιόδου είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, με κύριο σκοπό να κερδίσει χρόνο, να ματαιώσει τη συζήτηση μιας πιθανής νέας προσφυγής της Ελλάδας στον ΟΗΕ για το θέμα, να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό τη διεθνή διάσταση του ζητήματος και να το κλείσει στα στενά πλαίσια τριών και μόνο χωρών, όπου ο δικός της ρόλος θα είναι ηγεμονικός και, τέλος, να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου, αδυνατίζοντας αισθητά την ελληνική θέση. Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή τη διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ’ αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο – και κατά πολλούς το χειρότερο απ’ όλα – βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
- Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
- Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας.
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 – μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου – έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.
Η απαρχή του διαμελισμού της Κύπρου
Μετά την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Κύπρος αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του ’60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. «Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών – γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης – γίνεται οξύτερη, αφότου, μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου ανατρέπεται ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής και μεταβάλλονται οι διεθνείς συνθήκες στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και την Ασία (Κούβα, Βιετνάμ κλπ.). Η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη συνάπτουν συμμαχίες με τη Σοβιετική Ενωση και ρωσικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το σοβιετικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται με διηπειρωτικούς πυραύλους και ο Ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν εκτελεί στις 12 Απριλίου 1961 την πρώτη πτήση στο Διάστημα.
Η Μ. Βρετανία δεν είναι πια σε θέση να αναλάβει την άμυνα του ευαίσθητου αυτού χώρου. Ετσι, αυξάνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από το Δεκέμβριο του 1963, και προωθείται συστηματικά πλέον από αγγλοαμερικανικής πλευράς μια Νατοϊκή, διχοτομική λύση του Κυπριακού».
Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ό,τι μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του ’63, ενθαρρύνοντας τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές. «Υποστηρίζεται βάσιμα – γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος – ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση… Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την “ένωση” της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η “διπλή ένωση”, όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου».
Ετσι φτάσαμε στην πρώτη διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.
Μετά την κρίση του ’63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.
Προς την ολοκλήρωση της διχοτόμησης
Η πρώτη ανοιχτή προσπάθεια ΝΑΤΟικής διχοτόμησης της Κύπρου επιχειρήθηκε το Γενάρη του 1964 αμέσως μετά την κρίση του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους. Ετσι, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μ. Βρετανίας, οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. Το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η κυπριακή κυβέρνηση είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των επιδιώξεων των Αγγλοαμερικάνων οργανωτών. «Η πολιτική του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό – γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης – απέβλεπε τότε στην επιβολή μιας λύσης, που θα εξασφάλιζε την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (προλαμβάνοντας έτσι έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), την αποτροπή σοβιετικής ανάμειξης στη διένεξη, την αποφυγή ευρύτερης διεθνοποίησης του θέματος (μέσω του ΟΗΕ) και, τέλος, την υπαγωγή της Κύπρου κάτω από Νατοϊκό έλεγχο». Στο πλαίσιο αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο – έκτρωμα για την αντιμετώπισης της κυπριακής κρίσης που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Σχέδιο Σάντις – Μπολ» (από τα ονόματα του υπουργού κοινοπολιτειακών υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ). Το σχέδιο αυτό, εν συντομία, προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο ΝΑΤΟικών στρατευμάτων, καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Το σχέδιο, όμως, δεν είχε καμία τύχη, γιατί αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση υποστηριζόμενη στο εσωτερικό του νησιού από το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο από τη Σοβιετική Ενωση.
Μια δεύτερη προσπάθεια ΝΑΤΟποίησης – διχοτόμησης ήταν τα δύο σχέδια Ατσεσον, που υποβλήθηκαν στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 1964. Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής – μεταξύ άλλων – βασικές προϋποθέσεις:
- Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.
- Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.
- Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.
Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα.
Τελικά, ο Ατσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:
- Η περιοχή της Καρπασίας – μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο – να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.
- Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.
Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι, τελικά, Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.
Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας
Μετά την κατάρρευση των προαναφερόμενων αμερικανικών σχεδίων και μέχρι την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, το Κυπριακό γνώρισε διάφορες φάσεις στην εξέλιξή του, που, όμως, πάντοτε είχαν τη σφραγίδα των Αγγλοαμερικανών και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό εμφανίστηκε και στη διάρκεια της επταετίας. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι την επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό την αποφάσισαν και την ανακοίνωσαν στις 14 Ιουνίου του 1967 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ο διάλογος κατέληξε σε φιάσκο το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, αλλά αυτό δεν ήταν το σπουδαιότερο για τους Αγγλοαμερικανούς, όσο ότι έφερναν σε μια ηρεμία τη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας και λίγο αργότερα, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, διαμόρφωναν τους καλύτερους δυνατούς όρους – με την προβοκάτσια του Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί – για μια μελλοντική τουρκική εισβολή και με τον κίνδυνο πρόκλησης ελληνοτουρκικού πολέμου ελαχιστοποιημένο.
Εχει σημασία να τονιστεί ότι με την αποχώρηση της μεραρχίας, η τουρκοκυπριακή πλευρά, έχοντας την έγκριση της Τουρκίας και των ΗΠΑ, προχώρησε σε μια σαφή διχοτομική ενέργεια: Συγκρότησε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» στην Κύπρο – με καταστατικό χάρτη (κάτι σαν σύνταγμα) – που λειτούργησε μάλιστα αποτελεσματικά και οργάνωσε τους Τουρκοκύπριους πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, θέτοντας τις βάσεις για ό,τι έμελλε να επακολουθήσει.
Ετσι, μέσα από συνεχείς υπονομεύσεις της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσα από την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κλίματος και στις δύο κοινότητες, φτάσαμε τελικά στο πραξικόπημα του ’74, στην τουρκική εισβολή και στη διχοτόμηση του Νησιού, στη «λύση», δηλαδή, του Κυπριακού όπως την επιδίωκαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία.
Σάββατο, Ιουλίου 16, 2011
ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑ Ι ΕΧΘΡΟΥΣ.
Ετικέτες
Διεθνές Κατεστημένο,
Κυπριακό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών