"Θα
δημιουργήσουμε μια πνευματική κοινωνία, μια ηθική κοινωνία, όπου ο
Ηρωικός άνδρας θα γεννηθεί και θα ευημερήσει. Ο ήρωας αυτός, θα οδηγήσει
το λαό μας στο δρόμο της δόξας του."
Δίχως να έχει καλά καλά ξημερώσει το πρωινό της 9ης Οκτωβρίου 1923, έξι άνδρες κάθονταν στις καρέκλες του αρχηγείου της αστυνομίας στο Βουκουρέστι. Η αστυνομία τους είχε συλλάβει μερικές ώρες νωρίτερα. Ένας πληροφοριοδότης μέσα από τις τάξεις τους, τους είχε κατηγορήσει ότι σκοπεύανε να δολοφονήσουν, πάνω από είκοσι σημαίνοντα μέλη της ρουμανικής κοινωνίας.
Ο αρχηγός των κατηγορούμενων, ο 24χρονος Κορνήλιος Κοντρεάνου, περίμενε σκεπτικός, ενώ οι σύντροφοί του έμπαιναν ένας ένας στο ανακριτικό γραφείο. Προσπαθούσε να σκαρφιστεί τρόπους για να αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις που θα του έκαναν. Έπειτα, ήρθε και η σειρά του.
Ο εισαγγελέας ζήτησε να του ....
φέρουν μερικές ενοχοποιητικές επιστολές και δύο κιβώτια, τα οποία περιείχαν τα όπλα της ομάδας του 24χρονου και να τα τοποθετήσουν μπροστά από τον Κοντρεάνου. «Αυτά δεν είναι τα όπλα σας;», γρύλισε.
Ο Κοντρένου, δίστασε. Ζήτησε να του δώσουν λίγο χρόνο. Ήταν η καθοριστική στιγμή. Ο εισαγγελέας και ο Αστυνόμος, χαμογέλασαν κοροϊδευτικά, αναμένοντας την τυπική αρνητική απάντηση.
Τότε, ο Κοντρένου ύψωσε το ανάστημά του και είπε: «Ναι, αυτά είναι τα όπλα μας. Τα θέλαμε για να εκτελέσουμε τους υπουργούς, τους ραβίνους και τους Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες!». Ο νεαρός, άρχισε να αραδιάζει τα ονόματα των Ρουμάνων πολιτικών και των Εβραίων που βρίσκονταν στη μαύρη λίστα του: Μαρζέσκου, Μπερκοβίτσι, οι Μπλανκ, Ρόσενθαλ, Φίλντερμαν, Χόνιγκμαν και άλλοι. Οι ανακριτές είχαν μείνει αποσβολωμένοι από τη θρασύτητα και την τόλμη του. «Μα γιατί να τους σκοτώσετε;», αναφώνησε ξαφνιασμένος ο εισαγγελέας.
«Τους πρώτους, επειδή προδώσανε τη χώρα μας», ανταπάντησε ο Κοντρένου. Τους υπόλοιπους, ως εχθρούς και διαφθορείς!»
«Και δεν το έχετε μετανιώσει τώρα;»
«Όχι, δεν μετανιώνουμε για τίποτα… Ακόμα και εάν εμείς έχουμε αιχμαλωτιστεί, δεν ανησυχούμε, πίσω μας αφήνουμε δεκάδες χιλιάδες που σκέφτονται σαν και εμάς!»
Με την πρώτη ηλιαχτίδα της αυγής, ο Κοντρεάνου με στητούς τους ώμους και το κεφάλι ψηλά, οδηγήθηκε σε ένα υπόγειο κελί.
Ο κύβος ερρίφθη. Από τότε και στο εξής, στον αγώνα του για την απελευθέρωση της χώρας του, ο Κοντρεάνου ποτέ δε διανοήθηκε να υποχωρήσει.
Μα ποιος όμως ήταν αυτός ο ξεχωριστός νέος και τι τον είχε οδηγήσει σε τέτοια ακραία μέτρα;
Ο Κορνήλιος Ζελέα Κοντρεάνου, γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1899, στο Χούσι, μια μικρή πόλη, στη ρουμάνικη επαρχία της Μολδαβίας. Ο πατέρας του, Ίων Ζελέα Κοντρεάνου, προερχόταν από οικογένεια δασοφυλάκων, ήταν δάσκαλος στο τοπικό σχολείο και θερμός εθνικιστής, ενώ η μητέρα του, Ελίσα Μπράουνερ Κοντρεάνου, ήταν εγγονή ενός Βαυαρού μετανάστη.
Από τα ένδεκά του χρόνια μέχρι τα δεκαέξι, ο Κοντρεάνου φοίτησε στο φημισμένο στρατιωτικό σχολείο στο μοναστήρι του Ντεάλου. Εκεί, διδάχθηκε τις στρατιωτικές αρετές του θάρρους, της πειθαρχίας και της λακωνικότητας. Τα έμφυτα ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματα του Κοντρεάνου, καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην ακαδημία, από όπου και απέκτησε την τάση για αυταπάρνηση και σκληρή δουλειά. Στο μοναστήρι, όπως έγραφε αργότερα, έμαθε να «αγαπάει τα χαρακώματα και να σιχαίνεται τα σαλόνια».
Όταν η Ρουμανία κήρυξε πόλεμο στην Αυστροουγγαρία τον Αύγουστο του 1916, ο Κοντρεάνου, δεν ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Για αυτό, έφυγε από το σπίτι του και πήγε να συναντήσει τον πατέρα του στο μέτωπο, ο οποίος διοικούσε ένα τάγμα πεζικού. Ο Κοντρεάνου πήρε μέρος στην προέλαση και την επακόλουθη υποχώρηση των στρατευμάτων, στο τραχύ έδαφος της Τρανσυλβανίας, μέχρι που ο πατέρας του τον διέταξε να επιστρέψει σπίτι. Με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, ο Κοντρεάνου ήταν δόκιμος αξιωματικός σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης πεζικού.
Μόλις έφτασε στο Ιάσιο ωστόσο, βρήκε την πόλη και το τοπικό πανεπιστήμιο σε κατάσταση διάλυσης από τις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Οι εργάτες, συντετριμμένοι από τις τραγικές συνθήκες εργασίας, είχαν υποκύψει στις βουλές των Κομμουνιστών ταραχοποιών, οι οποίοι τους είχαν πάρει τα μυαλά με την υποτιθέμενη «Γη της Επαγγελίας» που χτιζόταν πέρα από τα σύνορα με τη Ρωσία. Στο πανεπιστήμιο, πολλοί φοιτητές και καθηγητές ήταν ανοιχτά Μαρξιστές και δε δίσταζαν να τρομοκρατούν τους εθνικιστές συναδέλφους τους.
Εκείνη την περίοδο, η κατάσταση στο Ιάσιο ήταν αδιανόητη, ειδικά για έναν νεαρό πατριώτη όπως ο Κοντρεάνου. Η ένωση όλων των Ρουμάνων, σε μια ενιαία Μεγάλη Ρουμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η εκπλήρωση αιωνίων εθνικιστικών πόθων. Παρόλα αυτά, η αστική διανόηση με τους εργάτες, αδιάλειπτα έβαλλαν ενάντια στο βασιλέα Φερδινάνδο, την εκκλησία και το στρατό.
Δε χρειάστηκε πολύ για τον Κοντρεάνου, να εντοπίσει την κινητήρια δύναμη πίσω από τις αντεθνικές πρακτικές των εργατών και των «διανοούμενων». Και οι δύο πλευρές είχαν υποστεί πλύση εγκεφάλου, υποκινούνταν και ελέγχονταν σχεδόν ολοκληρωτικά από τα μέλη μιας ομάδας ξένων, εχθρικών προς τη γη και την κληρονομιά της Ρουμανίας, τους Εβραίους..
Το 1919, στο αυτοαποκαλούμενο «εργατικό κίνημα» στο Ιάσιο, ηγέτης ήταν ένας Δρ. Γκελέρτερ, ο οποίος είχε ως υπασπιστές τους: Γκέλερ, Σπίγκλερ και Σράιμπερ. Οι ανώτεροί τους στο Βουκουρέστι, ήταν η Άνα Πάουκερ και ο Ίλιε Μοσκόβιτσι. Όλοι τους, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κομμουνιστών της Ρουμανίας, ήταν Εβραίοι.
Οι Εβραίοι κομμουνιστές της Ρουμανίας, αντλούσαν ελπίδες από τις επιτυχίες των συγγενών τους στη Ρωσία, όπου αποτελούσαν την πλειοψηφία των Μπολσεβίκων ηγετών και στελεχών. Έμπνευση επίσης λάμβαναν από το βραχύβιο, αιματοβαμμένο καθεστώς του Μπέλα Κουν (Κοέν) και των Εβραίων κομισάριών του στην Ουγγαρία, το οποίο είχε καταλυθεί από την επέμβαση των ρουμάνικων στρατευμάτων, λίγους μήνες νωρίτερα.
Ο Κοντρεάνου δεν πτοήθηκε από τους κομπάζοντες αλαζόνες αριστεριστές και τους Εβραίους αφέντες τους. Βάλθηκε να πατάξει τον ιουδαιομαρξισμό στο Ιάσιο, με την ίδια παράτολμη ανδρεία, που είχε επιδείξει στο μέτωπο τρία χρόνια πριν.
Αηδιασμένος από την απάθεια και τη δειλία των «συντηρητικών» φοιτητών, ο Κοντρεάνου προσχώρησε σε μια μικρή οργάνωση που ονομαζόταν «Φρουρά της Εθνικής Συνείδησης», την οποία χρηματοδοτούσε και ηγείτο σε αυτήν, ο Κωνσταντίν Πάνκου, ένας εύσωμος χαλυβουργοεργάτης. Η Φρουρά είχε ως μέλη Ρουμάνους από όλες τις τάξεις και ήταν αφοσιωμένη στη δημιουργία μιας ισχυρής Ρουμανίας, βασισμένη σε μια δίκαια κοινωνική δομή και απαλλαγμένη από αλλόφυλους.
Ο Κοντρεάνου γρήγορα έγινε ηγετική φιγούρα στη Φρουρά της Εθνικής Συνείδησης. Με συνεχείς και ηρωικές ακτιβιστικές ενέργειες, κατάφερε να μετατρέψει το μικρό κίνημα σε μια αναγνωρίσιμη δύναμη, στους δρόμους και τα εργοστάσια του Ιασίου.
Στον Οργανισμό Κρατικών Μονοπωλίων και στο εργοστάσιο σιδηροδρόμων της Νικολίνα, ο Κοντρεάνου και λιγοστοί σύντροφοί του, αψήφησαν χιλιάδες απεργούς, κατεβάζοντας την κόκκινη σημαία και υψώνοντας τη ρουμάνικη, πάνω από τα εργοστάσια. Με τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητά του ο Κοντρεάνου, κέρδισε τον – απρόθυμο – σεβασμό των εργατών και το αδυσώπητο μίσος των Εβραίων υποκινητών τους.
Ο Κοντρεάνου και οι άνδρες της Φρουράς της Εθνικής Συνείδησης, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αντιδραστικοί που στηρίζανε την καθεστηκυία κοινωνική κατάσταση. Το πρόγραμμα της Φρουράς, καλούσε σε «Χριστιανικό – Εθνικό Σοσιαλισμό» και ο Κοντρεάνου στόχευε στην απελευθέρωση των εργατών από τις ιουδαιομπολσεβικικές επιρροές και έπειτα την ενίσχυση του εθνικού τους φρονήματος. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν είναι αρκετό το να νικήσουμε τον Κομμουνισμό. Πρέπει να παλέψουμε για τα δικαιώματα των εργατών. Έχουν δικαίωμα στο ψωμί και την αξιοπρέπεια. Πρέπει να παλέψουμε ενάντια στα ολιγαρχικά κόμματα, δημιουργώντας εθνικά εργατικά συνδικάτα τα οποία θα αποκτούν τα δικαιώματά τους μέσα στα πλαίσια του κράτους και όχι εναντίον του!»
Αφότου η ρουμάνικη κυβέρνηση κατάφερε να σταματήσει τις, κομμουνιστικής προέλευσης απεργίες και διαδηλώσεις, ο Κοντρεάνου και οι φοιτητές υποστηρικτές του, συγκέντρωσαν την προσοχή τους στο πανεπιστήμιο. Το 1920 τα ρουμάνικα πανεπιστήμια και ιδιαίτερα αυτό του Ιάσιου, ήταν γεμάτα Εβραίους. Παρότι οι Εβραίοι στη Ρουμανία, αποτελούσαν μόνο το 5% του συνολικού πληθυσμού, πάνω από το 1/3 των φοιτητών του Ιάσιου ήταν Εβραίοι και οι εν λόγω φοιτητές διέπονταν από ένα αβυσσαλέο μίσος ενάντια σε κάθε τι ρουμανικό.
Ο Κοντρεάνου και οι σύντροφοί του, έβαλαν πολύ σύντομα τέλος στην εβραϊκή τρομοκατία στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Οι κόκκινοι τραμπούκοι οι οποίοι ενοχλούσαν και φοβέριζαν τους εθνικιστές φοιτητές, τώρα βρέθηκαν στη θέση του αμυνόμενου.
Η μόδα των ρωσικών πηληκίων, ως δείγμα συμπάθειάς για τους μπολσεβίκους, ξεπεράστηκε, μόλις ο Κοντρεάνου και οι φίλοι του άρχισαν να επιτίθενται σε όποιον φοιτητή ήταν ντυμένος έτσι, καίγοντας στη συνέχεια τα «επαναστατικά» κασκέτα.
Μια φοιτητική απεργία με επικεφαλή τον Εβραίο Σπάιγκλερ ματαιώθηκε, όταν η ομάδα του Κοντρεάνου περικύκλωσε την τραπεζαρία του Πανεπιστημίου όπου βρίσκονταν οι απεργοί και τους προειδοποίησε πως «Όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει».
Όταν οι εβραϊκής ιδιοκτησίας εφημερίδες του Ιάσιου, Οπίνια και Λουμέα, επιτέθηκαν στο Βασιλέα Φερδινάνδο και πρόσβαλλαν τον Κοντρεάνου, ο νεαρός εθνικιστής οργάνωσε επιδρομή στα γραφεία των εφημερίδων, όπου αυτός και οι οπαδοί του καταστρέψανε τις τυπωτικές μηχανές.
Το 1922, όταν ο Κοντρεάνου αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, είχε σχεδόν από μόνος του μετατρέψει το Πανεπιστήμιο του Ιάσιου σε ένα εθνικιστικό προπύργιο. Επιπλέον, οι υποστηριχτές του Κοντρεάνου διέδιδαν πατριωτικές ιδέες σε σχολεία και πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ προπαγάνδιζαν ενάντια στους Εβραίους.
Στη συνέχεια, ο Κοντρεάνου επιλέγει να συνεχίσει τις σπουδές του, στην πολιτική οικονομία. Το φθινόπωρο του 1922, ταξιδεύει στη Γερμανία και γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στο Βερολίνο, έρχεται σε επαφή με Γερμανούς εθνικιστές και τότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσε για τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο άμεσα θεώρησε ως συναγωνιστή και σωτήρα του γερμανικού λαού.
Οι σπουδές του στη Γερμανία, διακόπηκαν αιφνιδίως στις 10 Δεκεμβρίου του 1922. Οι φοιτητές στη Ρουμανία, ξεκινούσαν απεργιακές κινητοποιήσεις, απαιτώντας εκτός από καλύτερη σίτιση και στέγαση, τον περιορισμό των Εβραίων φοιτητών που εισάγονταν στα Πανεπιστήμια.
Ο Κοντρεάνου έσπευσε πίσω για να συνταχθεί στον αγώνα των φοιτητών. Η απεργία κράτησε για μήνες, παρά τη χαλαρή και μη προκλητική στάση της αστυνομίας και του στρατού.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, ο Κοντρεάνου πείστηκε πως είχε έρθει η ώρα για την οικοδόμηση ενός εθνικιστικού κινήματος το οποίο θα ικανοποιούσε τους Ρουμάνους, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και όχι μόνο στα πανεπιστήμια. Μαζί με τον καθηγητή A. K. Κούζα, του πανεπιστημίου του Ιάσιου, ίδρυσε την Ένωση της Χριστιανικής Εθνικής Άμυνας, στις 3 Μαρτίου του 1923.
Περίπου τρεις βδομάδες αργότερα, η ρουμάνικη εθνοσυνέλευση, κατέστησε πιο επιτακτική την ανάγκη για ένα εθνικιστικό, αντιεβραϊκό μαχητικό κίνημα, αναθεωρώντας το σύνταγμα. Η κίνησή αυτή, είχε αποτέλεσμα σχεδόν όλοι οι εβραίοι της χώρας, να μπορούσαν να πάρουν ρουμανική υπηκοότητα. Μόλις ο Κοντρεάνου άκουσε την είδηση αυτή, ξέσπασε σε κλάματα. Ο κάθε εθνικά σκεπτόμενος Ρουμάνος είχε σοκαριστει.
Υπήρχε ένας πολύ απλός λόγος για την κατακραυγή που προήλθε από την κίνηση της εθνοσυνέλευσης. Οι Εβραίοι της Ρουμανίας, ήταν εξόφθαλμα ένα ξένο σώμα στην τοπική κοινωνία. Διέφεραν στη γλώσσα, το ντύσιμο, τα έθιμα, τη θρησκεία, τη φυλή και το πνεύμα. Ούτε φυσικά ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις συνήθειές τους. Αντιθέτως, ήταν οι Ρουμάνοι αυτοί που θα έπρεπε να αλλάξουν έτσι ώστε να τους αφομοιώσουν.
Όπως έγραφε με τη χαρακτηριστική εβραϊκή αλαζονεία, ο ιστορικός Αβραάμ Λέον Σαχάρ: «Ο αντισημιτισμός στη μικρή φανατισμένη Ρουμανία, δε χρειαζόταν διέγερση από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Οι Εβραίοι συνιστούσαν τη μεσαία και ουσιαστικά τη μόνη ευφυή τάξη. Το εμπόριο της χώρας συνήθως περνούσε από τα χέρια τους. Τους μισούσαν θανάσιμα οι Ρουμάνοι χωρικοί.»
Αφότου η Ρουμανία κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1879, οι πολιτικοί και οι λόγιοι επιχείρησαν να μην αφήσουν τους Εβραίους που έμεναν εκεί, να πάρουν την υπηκοότητα με κανένα τρόπο. Παρόλα αυτά, η πίεση από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, που ήθελαν να ικανοποιήσουν τους Εβραίους χρηματοδότες τους, συντέλεσε στη – θεωρητική – αναγνώριση του δικαιώματος των Εβραίων για υπηκοότητα. Βέβαια, από τη στιγμή που για να μπορέσει κάποιος να υποβάλλει αίτηση για υπηκοότητα, έπρεπε να έχει υπηρετήσει στο στρατό ή να έχει αναγνωρισμένη ηθική ακεραιότητα, λίγοι Εβραίοι γινόντουσαν εν τέλει πολίτες.
Εντούτοις, ο εβραϊκός έλεγχος στην οικονομία, ολοένα και γινόταν πιο ισχυρός. Τα χρόνια στα οποία ο Κοντρεάνου πολέμησε την επιρροή τους, ήλεγχαν την πλειοψηφία των τραπεζών και εφημερίδων της χώρας. Ο φιλελεύθερος ιστορικός Ευγένιος Γουέμπερ σημειώνει πως εκείνη την περιόδο, το 80% των τραπεζικών υπαλλήλων και το 70% των δημοσιογράφων, ήταν Εβραίοι, μαζί με τους 139 από τους 142 χρηματιστές του Βουκουρεστίου.
Η κυριαρχία τους επί της ρουμανικής οικονομίας, επέτρεψε στους Εβραίους να έχουν τον ανάλογο έλεγχο πάνω στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Τα μεγαλύτερα κόμματα, οι Φιλελεύθεροι, το Κόμμα των Χωρικών ακόμα και το Αγροτικό Κόμμα του στρατηγού Αβερέσκου, όλα εξυπηρετούσαν εβραϊκά συμφέροντα. Τα κόμματα αυτά είχαν εκφυλιστεί σε τέτοιο βαθμό λόγω της εβραϊκής επιρροής, που ήταν αδύνατον να διακρίνει κανείς τις διαφορές τους. Όπως έγραφε ο Κοντρεάνου, «Δεν υπήρχε καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους. Πέραν των τυπικών διαφωνιών τους, που οφείλονταν στα προσωπικά συμφέροντα των εκάστοτε προσωπικοτήτων, ήταν όλα όμοιες υπάρξεις με διαφορετικό περιτύλιγμα. Δε μπορούσες να πεις καν πως εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις. Το μόνο πραγματικό τους κίνητρο, ήταν το πάθος για προσωπικό κέρδος.»
Παρά τις προσπάθειες του Κοντρεάνου και των συντρόφων του, η απεργία απέτυχε και το φθινόπωρο του 1923, βρήκε τους φοιτητές στα αμφιθέατρα. Κέρδισαν μεν κάποιες υποχωρήσεις της κυβέρνησης σχετικά με τη σίτιση, αλλά δεν κατάφεραν να μειωθεί ο αριθμός των Εβραίων που κατέκλυζαν τα πανεπιστήμια.
Απελπισμένοι από την αποτυχία της απεργίας, παράλληλα με την επέκταση της δυνατότητας για υπηκοότητα σε Εβραίους, ο Κοντρεάνου και ο Ίων Μότα, ένας νεαρός εθνικιστής από την Τρανσυλβανία, κατέστρωσαν το σχέδιο με τις δολοφονίες το οποίο θα κατέληγε στην προδοσία και τη σύλληψή τους.
Στη δίκη, στο Βουκουρέστι, ο Κοντρεάνου ανέλαβε την πλήρη ευθύνη του σχεδίου. Το σαθρό κατηγορητήριο και η εμφανής συμπάθια των ενόρκων – όλοι Ρουμάνοι – συντέλεσαν στην αθώωση του Κοντρεάνου και των συνέργων του. Μόνο ο Μότα παρέμεινε στη φυλακή. Την πρώτη ημέρα της δίκης είχε πυροβολήσει τον καταδότη τους, στο ίδιο του το κελί.
Ο Κοντρεάνου ύστερα, επέστρεψε στο Ιάσιο και συνέχισε τις οργανωτικές εργασίες για την Ένωση Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας. Η έλλειψη κεφαλαίων και στόχων οδήγησε τον Κοντρεάνου και τη νεολαία του, την «Αδελφότητα του Σταυρού», να ξεκινήσουν την οικοδόμηση πολιτικών γραφείων στο Ουνγκένι, λίγο έξω από το Ιάσιο. Η εικόνα των μεσοαστών φοιτητών να δουλεύουν χειρονακτικά, έκανε πολύ καλή εντύπωση στους ντόπιους χωρικούς. Πολλοί άρχισαν να βοηθούν και τότε άρχισαν να έρχονται σε επαφή με το όραμα του Κοντρεάνου, για την αναγέννηση της Ρουμανίας.
Παρόλα αυτά, δεν ησύχασαν για πολύ. Τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη των εργασιών στο Ουνγκένι, οι νέοι της Αδελφότητας, ξαφνικά περικυκλώθηκαν από την αστυνομία και μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Ιάσιου, όπου τους χτύπησαν βάναυσα. Μόνο μετά από παρέμβαση ορισμένων επιφανών προσωπικοτήτων της πόλης, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ο Κοντρεάνου και ο καθηγητής Κούζα, απαίτησαν από τον Υπουργό Εσωτερικών να καθαιρέσει τον αξιωματικό υπηρεσίας, αστυνόμο Μανκίου. Ο Μανκίου όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά επαινέθηκε και πήρε προαγωγή. Παράλληλα, οι Εβραίοι του Ιάσιου τον επιβράβευσαν δωρίζοντάς του ένα αυτοκίνητο!
Κάποιους μήνες αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου του 1925, ο Μανκίου πάλι, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Κοντρεάνου. Αυτή τη φορά σε μια αίθουσα δικαστηρίου όπου ο Κοντρεάνου ετοιμαζόταν να υπερασπιστεί ένα φοιτητή από τους συλληφθέντες στην έφοδο της αστυνομίας στο Ουνγκένι. Ο αστυνόμος, με μια φάλαγγα χωροφυλάκων γύρω του προσπάθησε να προκαλέσει τον Κοντρεάνου, αλλά αυτός αρνήθηκε να γελοιοποιηθεί. Τράβηξε το περίστροφό του και εκτέλεσε τον Αστυνόμο επί τόπου.
Ο Κοντρεάνου δικάστηκε στο Σεβερίν, στα νοτιοδυτικά σύνορα της Ρουμανίας, όσο πιο μακριά γινόταν από τη Μολδαβία όπου είχε λαϊκό έρεισμα. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο που συνεδρίαζε στο μεγάλο θέατρο της πόλης, ήταν γεμάτο με χιλιάδες υποστηρικτές του Κοντρεάνου. Επιφανείς πολίτες κατέθεσαν υπέρ του Κοντρεάνου, ενώ οι δημόσιοι κατήγοροι ψελλίζοντας, δίχως να πείθουν κανέναν, προσπαθούσαν να αρνηθούν τις κτηνωδίες του Μανκίου. Οι ένορκοι μετά από 25λεπτη σύσκεψη, ανακήρυξαν τον κατηγορούμενο εθνικιστή αθώο.
Ο Κοντρεάνου περιόρισε τις πολιτικές του δραστηριότητες για τον επόμενο χρόνο. Λίγο μετά τη δίκη, παντρεύτηκε την Έλενα Ιλινόιου. Με τη σύζυγό του, ταξίδεψε στη Γαλλία όπου συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ και πήρε το διδακτορικό του στην πολιτική οικονομία.
Το Μάιο του 1927, επέστρεψε στη Ρουμανία. Η Ένωση για την Εθνική Χριστιανική Άμυνα, είχε χωριστεί σε δύο φράξιες και ο καθηγητής Κούζα είχε επιμελώς εκδιώξει όλους τους αντιπάλους του από την Ένωση.
Ο Κοντρεάνου και ορισμένοι πιστοί φίλοι του αποχώρησαν από την Ένωση του καθηγητή Κούζα. Τον Ιούνιο του 1927, σε μια μικρή μάζωξη στο διαμέρισμά του στο Ιάσιο, ο Κοντρεάνου ανακοίνωσε ένα νέο κίνημα: Τη «Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ».
Η Λεγεώνα δεν είχε πολιτικό πρόγραμμα. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Κοντρεάνου: «Αυτή η χώρα πεθαίνει λόγω της έλλειψης Ανδρών, όχι προγραμμάτων… Τούτο σημαίνει με άλλα λόγια πως, δε χρειαζόμαστε προγράμματα, αλλά Άνδρες, νέους Άνδρες. Διότι έτσι όπως είναι οι άνθρωποι σήμερα, καταντημένοι από τους πολιτικούς και από την Ιουδαϊκή επιρροή, θα υποθάλψουν ακόμα και το εξοχότερο πολιτικό πρόγραμμα!»
Ο Κοντρεάνου οραματιζόταν τη Λεγεώνα, ως το σχολείο για τη δημιουργία αυτών των νέων Ανδρών, μια νέα Ρουμάνικη αριστοκρατία, μια γενιά ηρώων. Οι άνδρες της Λεγεώνας, θα εμπνέονταν και θα υποκινούνταν από την αγάπη τους για το Θεό, τη χώρα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την προθυμία για θυσίες και υποχρεώσεις.
Έτσι, ο Κοντρέανου θεώρησε μια πνευματική επανάσταση ως την προϋπόθεση για μια πολιτική, εάν επρόκειτο να δημιουργηθεί κάτι που θα αντέξει στο χρόνο.
Δίχως μια ισχυρή οργανωτική δομή, οι στόχοι της Λεγεώνας θα παρέμεναν στα χαρτιά. Εδώ και πάλι, ο Κοντρεάνου απέδειξε την ευφυΐα του. Για τη Λεγεώνα υιοθέτησε κάθετες ιεραρχικές γραμμές. Από τις οργανώσεις βάσης, μέχρι τις αντίστοιχες των πόλεων ή της χώρας ολόκληρης, ο «Αρχηγός», όπως αποκαλούταν ο Κοντρεάνου, είχε κατακτήσει το σεβασμό και την αναγνώριση όλων, όχι μέσω εκλογών αλλά με τις ικανότητες και το σθένος του.
Η θεμελιώδης μονάδα της Λεγεώνας ήταν η «εστία», η οποία αριθμούσε από τρία έως δεκατρία μέλη. Αποτελούταν από άτομα τα οποία είχαν ήδη τις ίδιες πεποιθήσεις, αλλά έπρεπε να διδαχθούν την πειθαρχία που χρειαζόταν, για να παλέψουν για ένα κοινό σκοπό.
Η Λεγεώνα μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά. Ο Κοντρεάνου ήταν κάθετα αντίθετος στη μαζική στρατολόγηση, η οποία ίσως να υπέσκαπτε τα υψηλά πρότυπα που είχε θέσει. Οι φοιτητές είχαν την τάση να παραμείνουν στις ήδη καθιερωμένες εθνικιστικές ομάδες. Η Λεγεώνα κατάφερε να τραβήξει περισσότερο, μαθητές λυκείων και σπουδαστές εμπορικών και τεχνικών σχολών.
Οι «εστίες» καθιερώνονταν σιγά σιγά με κόπο και γίνονταν αυτάρκεις. Αρχικά στη Μολδαβία και τη Μπουκόβινα και μετά στην Τρανσυλβανία και τη Βλαχία, η Λεγεώνα αποκτούσε ολοένα και περισσότερη δύναμη. Σύντομα, ο Κοντρεάνου ήταν σε θέση να προσεγγίσει τους ξεχασμένους άνδρες και γυναίκες της Ρουμανίας: τους αγρότες.
Κανείς άλλος στη χώρα δεν είχε υποφέρει περισσότερο στα χέρια του συστήματος και των Εβραίων αφεντάδων του. Παρά το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μετά τον πόλεμο, οι χωρικοί δεν είχαν εργαλεία, ζώα και τα αναγκαία κεφάλαια. Αναγκασμένοι να δανείζονται για να επιβιώσουν, εκβιάζονταν Εβραίους δανειοδότες και τους τρομακτικούς τόκους τους. Εβραϊκές εταιρίες ξυλείας, αποψίλωναν ολόκληρες βουνοπλαγιές τις οποίες κάποτε οι αγρότες εκμεταλλεύονταν από κοινού και Εβραίοι κερδοσκόποι καταβρόχθιζαν τη γη τους, με την πρώτη ευκαιρία. Ο υποσιτισμός και οι ασθένειες ήταν καθημερινότητα και κανόνας για εκείνους. Την όποια παρηγοριά, έβρισκαν στην ταβέρνα του χωριού, την εκμηδένιζε το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της, ήταν σχεδόν πάντα Εβραίος.
Στην αρχή οι χωρικοί ήταν επιφυλακτικοί με τη Λεγεώνα. Είχαν απογοητευτεί πολλές φορές μετά τον πόλεμο. Το καθεστώς του στρατηγού Αβερέσκου, το οποίο είχαν αρχικά υποστηρίξει οι αγρότες με μεγάλο ενθουσιασμό, αποδείχθηκε ίδιο με αυτά των υπόλοιπων πολιτικών. Αντιστοίχως, η πολιτική του «Κόμματος των Χωρικών», ήταν πρακτικά ταυτόσημη με αυτή των Φιλελεύθερων του laissez-faire. Οι πολιτικοί νοιάζονταν για τους χωρικούς, αποκλειστικά μόνο λίγο πριν τις εκλογές, όταν κατέφθαναν στα χωριά με τις λιμουζίνες τους και τις πομπώδεις ομιλίες τους γεμάτες με ομιχλώδεις υποσχέσεις.
Ο Κοντρεάνου και οι Λεγεωνάριοί του γρήγορα έσβησαν τις όποιες αμφιβολίες των αγροτών. Δεν υπόσχονταν τίποτα, ούτε ζητούσαν τη στήριξή κανενός. Αντίθετα, παρήλαυναν ή κάλπαζαν πάνω σε άλογα, τραγουδώντας για το ηρωικό παρελθόν της Ρουμανίας, ενώ η οικειότητα με τους εξαθλιωμένους αγρότες αποκτήθηκε με τη βοήθεια που τους παρείχαν, οπουδήποτε τη χρειάζονταν. Οι «εστίες» έσκαβαν χαντάκια, επιδιόρθωναν φράχτες και σπίτια και βοηθούσαν στο θέρισμα. Οι πρασινοφορεμένοι Λεγεωνάριοι, μιλούσαν για μια Ρουμανία του μέλλοντος, όπου ο καθένας θα κατείχε θέση, όχι βάση του πλούτου ή της μόρφωσής του, αλλά ανάλογα με το φρόνημα και το χαρακτήρα του.
Το 1931, το κίνημα των Λεγεωνάριων ήταν αρκετά δυνατό έτσι ώστε να αναμετρηθεί σε εκλογές. Στην εκλογική του διακήρυξη ο Κοντρεάνου συνόψισε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το έθνος: «Κανείς που έχει μάτια, δε μπορεί να μη δει το πώς αυτή η κάποτε πλούσια χώρα έχει καταστραφεί. Το σπίτι των χωρικών και η περιουσία τους, το χωριό – ένα μάτσο καημένων ανθρώπων που θρηνούν – τα άγονα βουνά, οι ακαλλιέργητες εκτάσεις οι οποίες δεν παράγουν τίποτα πλέον για τους φτωχούς… τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ερείπια! Ο κρατικός προϋπολογισμός και ολόκληρη η χώρα είναι ένα χάος.
Και πάνω από όλα αυτά τα συντρίμμια σκορπισμένα παντού πάνω στη ρουμάνικη γη, μια δράκα άτιμων ανθρώπων, ηλίθιων και ξετσίπωτων ληστών, έχει χτίσει παλάτια αγνοώντας τη χώρα η οποία σφαδάζει από πόνο, γελώντας με τα δεινά σου, φτωχέ και άμοιρε Ρουμάνε αγρότη!
Πιο αποκρουστικό, επώδυνο και άσεμνο σκηνικό, δεν έχει στηθεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Εκατομμύρια νοικοκυριών καταστρέφονται, συνθλιβόμενα κάτω από τα ίδια τους τα συντρίμμια. Αμέτρητοι, εγκαταλελειμμένοι συμπατριώτες μας, δεν έχουν τίποτα άλλο παρά τα δάκρυά τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα παλάτια των απατεώνων, που λεηλάτησαν τη χώρα και τον πλούτο της, υψώνονται με περισσή αλαζονεία και ειρωνεία.»
Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν ήταν ικανοποιητικά. Τα κυβερνόντα κόμματα έκαναν οτιδήποτε μπορούσαν για να πλήξουν τη Λεγεώνα και το αδερφικό της κίνημα, τη Σιδηρά Φρουρά, η οποία είχε συγκροτηθεί ως παραστρατιωτικό σκέλος της Λεγεώνας, την προηγούμενη χρονιά. Τον Ιανουάριο του 1931 η κυβέρνηση έβγαλε εκτός νόμου τη Λεγεώνα και τη Φρουρά, μετά από την απόπειρα δολοφονίας ενός υπουργού, από έναν εθνικιστή φοιτητή, ο οποίος όμως δεν είχε σχέση με τη Λεγεώνα. Παρότι που τα δικαστήρια δικαίωσαν τον Κοντρεάνου και το κίνημά του, η προεκλογική εκστρατεία της Λεγεώνας πλήχτηκε επιτυχώς, αφού κανένας Λεγεωνάριος δεν εξελέγη.
Οι Εβραίοι και οι Ρουμάνοι υποτελείς τους όμως, δε μπορούσαν να περιορίσουν την άνοδο της δημοτικότητας της Λεγεώνας για πολύ ακόμα. Ο Κοντρεάνου και ο πατέρας του, κέρδισαν τις αναπληρωματικές εκλογές της Μολδαβίας το 1932 και η Λεγεώνα μπήκε στην Εθνοσυνέλευση.
Όσο αυξανόταν η λαϊκή στήριξη στο κίνημα των Λεγεωνάριων, τόσα λιγότερα δημοκρατικά προσχήματα τηρούσαν οι Εβραίοι, για τους οποίους ο Κοντρεάνου αποτελούσε σαφή απειλή. Ο ιστορικός Ευγένιος Βέμπερ, διόλου φιλικά προσκείμενος στη Λεγεώνα, έγραφε για το εβραιοκρατούμενο Ρουμάνικο κατεστημένο: «Για την καταπολέμηση οποιασδήποτε υπαρκτής απειλής εναντίον της καθεστυκίας τάξης, οι ευεργετούμενοί της, επίσπευσαν όλα τα διαθέσιμα μέσα ακόμα και παράνομα. Ο στρατός, η αστυνομία, η χωροφυλακή, τα δικαστήρια (πολιτικά και στρατιωτικά) και ο διοικητικός μηχανισμός, με κάθε τρόπο τέθηκαν εναντίον εκείνων όσων αμφισβητούσαν το σύστημα.»
Το 1933, η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Ίων Ντούκα, με πρωτοστάτη τον υπουργό εξωτερικών Νικολάε Τιτουλέσκου, έναν αρχιπράκτορα των Εβραίων στη Ρουμανία, έβγαλε τη Λεγεώνα εκτός νόμου για άλλη μια φορά με αφορμή τη δολοφονία του Ντούκα. Ακολούθησαν μοιραία, μαζικές συλλήψεις: Οι Λεγεωνάριοι κατά χιλιάδες στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρχαν παρόλα αυτά και τίμιοι άνθρωποι στο δικαστικό σύστημα. Μόνο οι εκτελεστές του Ντούκα καταδικάστηκαν. Ο Κοντρεάνου και οι Λεγεωνάριοί του ανακηρύχθηκαν αθώοι.
Για τα επόμενα τρία χρόνια, το κίνημα των Λεγεωνάριων αποκτούσε δύναμη και κύρος. Ο Κοντρεάνου οργάνωσε σωματείο εργατών στις πόλεις, το οποίο τελικά έφτασε να έχει πάνω από 13 χιλιάδες μέλη. Οι Λεγεωνάριοι διατηρούσαν επαφές με άλλα Ευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα. Ένα τάγμα Λεγεωνάριων πολέμησε το μπολσεβικισμό στην Ισπανία, όπου ο Ίων Μότα, το δεξί χέρι του Κοντρεάνου, άφησε τη ζωή του.
Το Δεκέμβριο του 1937 το εκλογικό μέτωπο που συγκρότησε η Λεγεώνα, «Όλα για την Πατρίδα», κατάφερε να γίνει το τρίτο κόμμα της χώρας. Η επιτυχία των Λεγεωνάριων, σε συνδυασμό με τις μεγάλες απώλειες των άλλων κομμάτων, αύξανε κατακόρυφα τις πιθανότητές μιας κυβέρνησης συνεργασίας, η οποία θα ηγείτο από τον Κοντρεάνου.
Ένας μόνο βρισκόταν εμπόδιο στο δρόμο του: Ο Βασιλιάς Κάρολος Β’, ο οποίος είχε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, επικυρώσει ή να απορρίψει τους κυβερνητικούς συνδυασμούς που πρότεινε Εθνοσυνέλευση. Ο Κάρολος είχε αυταρχικές κλίσεις αλλά αδύναμο χαρακτήρα. Η εξωγαμιαία του σχέση με μια Εβραία, τη Μάγδα Λουμπέσκου (τω γένος Βολφ), μαζί με τη γεμάτη υπερβολές και απληστία ζωή του, συντέλεσαν στην αποκλήρωσή του από τον πατέρα του, Βασιλέα Φερδινάρδο. Μετά το θάνατο του Φερδινάρδου, ο Κάρολος επέστρεψε από τη Γαλλία το 1930 και εκθρόνισε το γιο του Μιχαήλ, με τη συναίνεση των κυβερνόντων κομμάτων. Ανακήρυξε τον εαυτό του ως Βασιλέα Κάρολο Β’ με τη Μάγδα Λουπέσκου ως σύζυγο. Οι Εβραίοι τότε, εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην απληστία και τη ματαιοδοξία του Καρόλου, καθώς και στον έλεγχο που είχε η Εβραία σύζυγος, πάνω στον άβουλο άνδρα της.
Παρακινημένος από τους αλλοεθνείς συμβούλους του, ο Κάρολος κινήθηκε επιδέξια και ύπουλα. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχε η Λεγεώνα. Αφού εξουσιοδότησε ένα αδύναμο δεξιό κόμμα να αναλάβει χρέη υπηρεσιακής κυβέρνησης, το Φεβρουάριο του 1938 ο Κάρολος κατέλαβε την εξουσία, για λογαριασμό των Εβραίων αφεντικών του. Συστήθηκε μια κυβέρνηση ανδρείκελων, με επικεφαλή τον Ορθόδοξο Πατριάρχη του Βουκουρεστίου. Ο κινητήριος μοχλός, πίσω από τη διοικητική εξουσία, ήταν ο αδίστακτος υπουργός Δικαιοσύνης, Άρμαντ Καλινέσκου.
Ο Καλινέσκου άμεσα διέταξε τη φυλάκιση των Λεγεωνάριων. Παρά τη διάλυση του πολιτικού σκέλους του κινήματος και την επίμονη άρνηση του Κοντρεάνου να λάβει βίαια μέτρα ενάντια στο παράνομο καθεστώς, καταδικάστηκε για συνωμοσία ενάντια στο κράτος με μία στημένη δίκη μπροστά σε ένα στρατοδικείο. Η ποινή του ανήλθε σε 10 χρόνια καταναγκαστικών έργων.
Παρά τον εγκλεισμό του Κοντρεάνου στη φυλακή, το τεράστιο ηθικό του κύρος συνέχισε να εμπνέει τους κυνηγημένους Λεγεωνάριους που βρίσκονταν πλέον εκτός νόμου. Οι Εβραίοι διψούσαν για αίμα και η Μάγδα Λουπέσκου, ως σύγχρονη Σαλώμη, απαιτούσε από τον εραστή της το κεφάλι του Ρουμάνου πατριώτη.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1938, στα μέσα της νύχτας, ο Κοντρεάνου και 13 άλλοι Λεγεωνάριοι, μεταφέρθηκαν από τις φυλακές του Ραμνικούλ – Σαράτ σε ένα δάσος. Με τα χέρια τους πισθάγκωνα δεμένα, στραγγαλίστηκαν σύμφωνα με ταλμουδικό τελετουργικό. Αφότου ξεψύχησαν, οι δολοφόνοι τους πυροβόλησαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η επίσημη εκδοχή για το θάνατό τους, ήταν πως σκοτώθηκαν κατά την απόπειρά τους να δραπετεύσουν.
Οι δολοφόνοι του Κοντρεάνου δε κατάφεραν να απολαύσουν το «θρίαμβό» τους για πολύ. Μέσα σε δυο χρόνια ο υπουργός Δικαιοσύνης Καλινέσκου είχε εκτελεστεί από τους Λεγεωνάριους και ο βασιλέας Κάρολος, του οποίου η ανίκανη εξωτερική πολιτική συντέλεσε στο διαμελισμό της Ρουμανίας, από τη Ρωσία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί. Αυτός και η Μάγδα Λουπέσκου αποχώρησαν δια παντός από τη Ρουμανία.
Το καθεστώς του βασιλέα Καρόλου, το διαδέχθηκε μια βραχύβια κυβέρνηση Λεγεωνάριων. Ο κοινωνικός ακτιβισμός και επαναστατικός ιδεαλισμός της Λεγεώνας ωστόσο, την κατέστησαν δυσάρεστη στον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος, Στρατηγό Ίων Αντονέσκου, ο οποίος ήταν τυπικά και μόνο μέλος της Λεγεώνας. Ο Αντονέσκου, έχοντας υπό τον έλεγχό του το στρατό, κατάφερε να καταπνίξει τη Λεγεώνα, το Φεβρουάριο του 1941.
Η ανατροπή της κυβέρνησης των Λεγεωνάριων δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να σημάνει το τέλος της Λεγεώνας. Πολλοί Λεγεωνάριοι πολέμησαν με αυταπάρνηση και ηρωισμό, υπερασπιζόμενοι τη Ρουμανία ενάντια στις ορδές των εισβολέων από την ανατολή. Μετά τη συνθηκολόγηση του καθεστώτος Αντονέσκου με τους Ρώσους, οι άνδρες της Λεγεώνας συνέχισαν να πολεμούν όσο και όπως μπορούσαν. Το ανελεύθερο καθεστώς το οποίο οι Ρώσοι εγκαθίδρυσαν μετά τον πόλεμο (στο οποίο ηγείτο η Εβραία Άννα Πάουκερ) κυνήγησε, βασάνισε και σκότωσε μέλη της Λεγεώνας με σαδιστικό ζήλο.
Η Λεγεώνα παρόλα αυτά συνεχίζει να ζει και μαζί της, ο Κορνήλιος Κοντρεάνου. Οι Λεγεωνάριοι στην εξορία, παντού στον κόσμο, κρατούν ζωντανές και διαδίδουν τις ιδέες του Αρχηγού, με συνεχείς εκδόσεις και μεταφράσεις. Μπορούμε δικαίως να ισχυριστούμε, πως κανενός ηρωικού ηγέτη η μνήμη –από τις επαναστατικές δεκαετίες του 20’ μέχρι το 40’ – δεν έχει τιμηθεί καλύτερα από τους οπαδούς του, από ότι αυτή του Κοντρεάνου…
πηγή
διαβάστε επίσης:
Κορνήλιος Κοντρεάνου
Δίχως να έχει καλά καλά ξημερώσει το πρωινό της 9ης Οκτωβρίου 1923, έξι άνδρες κάθονταν στις καρέκλες του αρχηγείου της αστυνομίας στο Βουκουρέστι. Η αστυνομία τους είχε συλλάβει μερικές ώρες νωρίτερα. Ένας πληροφοριοδότης μέσα από τις τάξεις τους, τους είχε κατηγορήσει ότι σκοπεύανε να δολοφονήσουν, πάνω από είκοσι σημαίνοντα μέλη της ρουμανικής κοινωνίας.
Ο αρχηγός των κατηγορούμενων, ο 24χρονος Κορνήλιος Κοντρεάνου, περίμενε σκεπτικός, ενώ οι σύντροφοί του έμπαιναν ένας ένας στο ανακριτικό γραφείο. Προσπαθούσε να σκαρφιστεί τρόπους για να αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις που θα του έκαναν. Έπειτα, ήρθε και η σειρά του.
Ο εισαγγελέας ζήτησε να του ....
φέρουν μερικές ενοχοποιητικές επιστολές και δύο κιβώτια, τα οποία περιείχαν τα όπλα της ομάδας του 24χρονου και να τα τοποθετήσουν μπροστά από τον Κοντρεάνου. «Αυτά δεν είναι τα όπλα σας;», γρύλισε.
Ο Κοντρένου, δίστασε. Ζήτησε να του δώσουν λίγο χρόνο. Ήταν η καθοριστική στιγμή. Ο εισαγγελέας και ο Αστυνόμος, χαμογέλασαν κοροϊδευτικά, αναμένοντας την τυπική αρνητική απάντηση.
Τότε, ο Κοντρένου ύψωσε το ανάστημά του και είπε: «Ναι, αυτά είναι τα όπλα μας. Τα θέλαμε για να εκτελέσουμε τους υπουργούς, τους ραβίνους και τους Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες!». Ο νεαρός, άρχισε να αραδιάζει τα ονόματα των Ρουμάνων πολιτικών και των Εβραίων που βρίσκονταν στη μαύρη λίστα του: Μαρζέσκου, Μπερκοβίτσι, οι Μπλανκ, Ρόσενθαλ, Φίλντερμαν, Χόνιγκμαν και άλλοι. Οι ανακριτές είχαν μείνει αποσβολωμένοι από τη θρασύτητα και την τόλμη του. «Μα γιατί να τους σκοτώσετε;», αναφώνησε ξαφνιασμένος ο εισαγγελέας.
«Τους πρώτους, επειδή προδώσανε τη χώρα μας», ανταπάντησε ο Κοντρένου. Τους υπόλοιπους, ως εχθρούς και διαφθορείς!»
«Και δεν το έχετε μετανιώσει τώρα;»
«Όχι, δεν μετανιώνουμε για τίποτα… Ακόμα και εάν εμείς έχουμε αιχμαλωτιστεί, δεν ανησυχούμε, πίσω μας αφήνουμε δεκάδες χιλιάδες που σκέφτονται σαν και εμάς!»
Με την πρώτη ηλιαχτίδα της αυγής, ο Κοντρεάνου με στητούς τους ώμους και το κεφάλι ψηλά, οδηγήθηκε σε ένα υπόγειο κελί.
Ο κύβος ερρίφθη. Από τότε και στο εξής, στον αγώνα του για την απελευθέρωση της χώρας του, ο Κοντρεάνου ποτέ δε διανοήθηκε να υποχωρήσει.
Μα ποιος όμως ήταν αυτός ο ξεχωριστός νέος και τι τον είχε οδηγήσει σε τέτοια ακραία μέτρα;
Ο Κορνήλιος Ζελέα Κοντρεάνου, γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1899, στο Χούσι, μια μικρή πόλη, στη ρουμάνικη επαρχία της Μολδαβίας. Ο πατέρας του, Ίων Ζελέα Κοντρεάνου, προερχόταν από οικογένεια δασοφυλάκων, ήταν δάσκαλος στο τοπικό σχολείο και θερμός εθνικιστής, ενώ η μητέρα του, Ελίσα Μπράουνερ Κοντρεάνου, ήταν εγγονή ενός Βαυαρού μετανάστη.
Από τα ένδεκά του χρόνια μέχρι τα δεκαέξι, ο Κοντρεάνου φοίτησε στο φημισμένο στρατιωτικό σχολείο στο μοναστήρι του Ντεάλου. Εκεί, διδάχθηκε τις στρατιωτικές αρετές του θάρρους, της πειθαρχίας και της λακωνικότητας. Τα έμφυτα ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματα του Κοντρεάνου, καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην ακαδημία, από όπου και απέκτησε την τάση για αυταπάρνηση και σκληρή δουλειά. Στο μοναστήρι, όπως έγραφε αργότερα, έμαθε να «αγαπάει τα χαρακώματα και να σιχαίνεται τα σαλόνια».
Όταν η Ρουμανία κήρυξε πόλεμο στην Αυστροουγγαρία τον Αύγουστο του 1916, ο Κοντρεάνου, δεν ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Για αυτό, έφυγε από το σπίτι του και πήγε να συναντήσει τον πατέρα του στο μέτωπο, ο οποίος διοικούσε ένα τάγμα πεζικού. Ο Κοντρεάνου πήρε μέρος στην προέλαση και την επακόλουθη υποχώρηση των στρατευμάτων, στο τραχύ έδαφος της Τρανσυλβανίας, μέχρι που ο πατέρας του τον διέταξε να επιστρέψει σπίτι. Με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, ο Κοντρεάνου ήταν δόκιμος αξιωματικός σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης πεζικού.
Μόλις έφτασε στο Ιάσιο ωστόσο, βρήκε την πόλη και το τοπικό πανεπιστήμιο σε κατάσταση διάλυσης από τις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Οι εργάτες, συντετριμμένοι από τις τραγικές συνθήκες εργασίας, είχαν υποκύψει στις βουλές των Κομμουνιστών ταραχοποιών, οι οποίοι τους είχαν πάρει τα μυαλά με την υποτιθέμενη «Γη της Επαγγελίας» που χτιζόταν πέρα από τα σύνορα με τη Ρωσία. Στο πανεπιστήμιο, πολλοί φοιτητές και καθηγητές ήταν ανοιχτά Μαρξιστές και δε δίσταζαν να τρομοκρατούν τους εθνικιστές συναδέλφους τους.
Εκείνη την περίοδο, η κατάσταση στο Ιάσιο ήταν αδιανόητη, ειδικά για έναν νεαρό πατριώτη όπως ο Κοντρεάνου. Η ένωση όλων των Ρουμάνων, σε μια ενιαία Μεγάλη Ρουμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η εκπλήρωση αιωνίων εθνικιστικών πόθων. Παρόλα αυτά, η αστική διανόηση με τους εργάτες, αδιάλειπτα έβαλλαν ενάντια στο βασιλέα Φερδινάνδο, την εκκλησία και το στρατό.
Δε χρειάστηκε πολύ για τον Κοντρεάνου, να εντοπίσει την κινητήρια δύναμη πίσω από τις αντεθνικές πρακτικές των εργατών και των «διανοούμενων». Και οι δύο πλευρές είχαν υποστεί πλύση εγκεφάλου, υποκινούνταν και ελέγχονταν σχεδόν ολοκληρωτικά από τα μέλη μιας ομάδας ξένων, εχθρικών προς τη γη και την κληρονομιά της Ρουμανίας, τους Εβραίους..
Το 1919, στο αυτοαποκαλούμενο «εργατικό κίνημα» στο Ιάσιο, ηγέτης ήταν ένας Δρ. Γκελέρτερ, ο οποίος είχε ως υπασπιστές τους: Γκέλερ, Σπίγκλερ και Σράιμπερ. Οι ανώτεροί τους στο Βουκουρέστι, ήταν η Άνα Πάουκερ και ο Ίλιε Μοσκόβιτσι. Όλοι τους, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κομμουνιστών της Ρουμανίας, ήταν Εβραίοι.
Οι Εβραίοι κομμουνιστές της Ρουμανίας, αντλούσαν ελπίδες από τις επιτυχίες των συγγενών τους στη Ρωσία, όπου αποτελούσαν την πλειοψηφία των Μπολσεβίκων ηγετών και στελεχών. Έμπνευση επίσης λάμβαναν από το βραχύβιο, αιματοβαμμένο καθεστώς του Μπέλα Κουν (Κοέν) και των Εβραίων κομισάριών του στην Ουγγαρία, το οποίο είχε καταλυθεί από την επέμβαση των ρουμάνικων στρατευμάτων, λίγους μήνες νωρίτερα.
Ο Κοντρεάνου δεν πτοήθηκε από τους κομπάζοντες αλαζόνες αριστεριστές και τους Εβραίους αφέντες τους. Βάλθηκε να πατάξει τον ιουδαιομαρξισμό στο Ιάσιο, με την ίδια παράτολμη ανδρεία, που είχε επιδείξει στο μέτωπο τρία χρόνια πριν.
Αηδιασμένος από την απάθεια και τη δειλία των «συντηρητικών» φοιτητών, ο Κοντρεάνου προσχώρησε σε μια μικρή οργάνωση που ονομαζόταν «Φρουρά της Εθνικής Συνείδησης», την οποία χρηματοδοτούσε και ηγείτο σε αυτήν, ο Κωνσταντίν Πάνκου, ένας εύσωμος χαλυβουργοεργάτης. Η Φρουρά είχε ως μέλη Ρουμάνους από όλες τις τάξεις και ήταν αφοσιωμένη στη δημιουργία μιας ισχυρής Ρουμανίας, βασισμένη σε μια δίκαια κοινωνική δομή και απαλλαγμένη από αλλόφυλους.
Ο Κοντρεάνου γρήγορα έγινε ηγετική φιγούρα στη Φρουρά της Εθνικής Συνείδησης. Με συνεχείς και ηρωικές ακτιβιστικές ενέργειες, κατάφερε να μετατρέψει το μικρό κίνημα σε μια αναγνωρίσιμη δύναμη, στους δρόμους και τα εργοστάσια του Ιασίου.
Στον Οργανισμό Κρατικών Μονοπωλίων και στο εργοστάσιο σιδηροδρόμων της Νικολίνα, ο Κοντρεάνου και λιγοστοί σύντροφοί του, αψήφησαν χιλιάδες απεργούς, κατεβάζοντας την κόκκινη σημαία και υψώνοντας τη ρουμάνικη, πάνω από τα εργοστάσια. Με τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητά του ο Κοντρεάνου, κέρδισε τον – απρόθυμο – σεβασμό των εργατών και το αδυσώπητο μίσος των Εβραίων υποκινητών τους.
Ο Κοντρεάνου και οι άνδρες της Φρουράς της Εθνικής Συνείδησης, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αντιδραστικοί που στηρίζανε την καθεστηκυία κοινωνική κατάσταση. Το πρόγραμμα της Φρουράς, καλούσε σε «Χριστιανικό – Εθνικό Σοσιαλισμό» και ο Κοντρεάνου στόχευε στην απελευθέρωση των εργατών από τις ιουδαιομπολσεβικικές επιρροές και έπειτα την ενίσχυση του εθνικού τους φρονήματος. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν είναι αρκετό το να νικήσουμε τον Κομμουνισμό. Πρέπει να παλέψουμε για τα δικαιώματα των εργατών. Έχουν δικαίωμα στο ψωμί και την αξιοπρέπεια. Πρέπει να παλέψουμε ενάντια στα ολιγαρχικά κόμματα, δημιουργώντας εθνικά εργατικά συνδικάτα τα οποία θα αποκτούν τα δικαιώματά τους μέσα στα πλαίσια του κράτους και όχι εναντίον του!»
Αφότου η ρουμάνικη κυβέρνηση κατάφερε να σταματήσει τις, κομμουνιστικής προέλευσης απεργίες και διαδηλώσεις, ο Κοντρεάνου και οι φοιτητές υποστηρικτές του, συγκέντρωσαν την προσοχή τους στο πανεπιστήμιο. Το 1920 τα ρουμάνικα πανεπιστήμια και ιδιαίτερα αυτό του Ιάσιου, ήταν γεμάτα Εβραίους. Παρότι οι Εβραίοι στη Ρουμανία, αποτελούσαν μόνο το 5% του συνολικού πληθυσμού, πάνω από το 1/3 των φοιτητών του Ιάσιου ήταν Εβραίοι και οι εν λόγω φοιτητές διέπονταν από ένα αβυσσαλέο μίσος ενάντια σε κάθε τι ρουμανικό.
Ο Κοντρεάνου και οι σύντροφοί του, έβαλαν πολύ σύντομα τέλος στην εβραϊκή τρομοκατία στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Οι κόκκινοι τραμπούκοι οι οποίοι ενοχλούσαν και φοβέριζαν τους εθνικιστές φοιτητές, τώρα βρέθηκαν στη θέση του αμυνόμενου.
Η μόδα των ρωσικών πηληκίων, ως δείγμα συμπάθειάς για τους μπολσεβίκους, ξεπεράστηκε, μόλις ο Κοντρεάνου και οι φίλοι του άρχισαν να επιτίθενται σε όποιον φοιτητή ήταν ντυμένος έτσι, καίγοντας στη συνέχεια τα «επαναστατικά» κασκέτα.
Μια φοιτητική απεργία με επικεφαλή τον Εβραίο Σπάιγκλερ ματαιώθηκε, όταν η ομάδα του Κοντρεάνου περικύκλωσε την τραπεζαρία του Πανεπιστημίου όπου βρίσκονταν οι απεργοί και τους προειδοποίησε πως «Όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει».
Όταν οι εβραϊκής ιδιοκτησίας εφημερίδες του Ιάσιου, Οπίνια και Λουμέα, επιτέθηκαν στο Βασιλέα Φερδινάνδο και πρόσβαλλαν τον Κοντρεάνου, ο νεαρός εθνικιστής οργάνωσε επιδρομή στα γραφεία των εφημερίδων, όπου αυτός και οι οπαδοί του καταστρέψανε τις τυπωτικές μηχανές.
Το 1922, όταν ο Κοντρεάνου αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, είχε σχεδόν από μόνος του μετατρέψει το Πανεπιστήμιο του Ιάσιου σε ένα εθνικιστικό προπύργιο. Επιπλέον, οι υποστηριχτές του Κοντρεάνου διέδιδαν πατριωτικές ιδέες σε σχολεία και πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ προπαγάνδιζαν ενάντια στους Εβραίους.
Στη συνέχεια, ο Κοντρεάνου επιλέγει να συνεχίσει τις σπουδές του, στην πολιτική οικονομία. Το φθινόπωρο του 1922, ταξιδεύει στη Γερμανία και γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στο Βερολίνο, έρχεται σε επαφή με Γερμανούς εθνικιστές και τότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσε για τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο άμεσα θεώρησε ως συναγωνιστή και σωτήρα του γερμανικού λαού.
Οι σπουδές του στη Γερμανία, διακόπηκαν αιφνιδίως στις 10 Δεκεμβρίου του 1922. Οι φοιτητές στη Ρουμανία, ξεκινούσαν απεργιακές κινητοποιήσεις, απαιτώντας εκτός από καλύτερη σίτιση και στέγαση, τον περιορισμό των Εβραίων φοιτητών που εισάγονταν στα Πανεπιστήμια.
Ο Κοντρεάνου έσπευσε πίσω για να συνταχθεί στον αγώνα των φοιτητών. Η απεργία κράτησε για μήνες, παρά τη χαλαρή και μη προκλητική στάση της αστυνομίας και του στρατού.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, ο Κοντρεάνου πείστηκε πως είχε έρθει η ώρα για την οικοδόμηση ενός εθνικιστικού κινήματος το οποίο θα ικανοποιούσε τους Ρουμάνους, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και όχι μόνο στα πανεπιστήμια. Μαζί με τον καθηγητή A. K. Κούζα, του πανεπιστημίου του Ιάσιου, ίδρυσε την Ένωση της Χριστιανικής Εθνικής Άμυνας, στις 3 Μαρτίου του 1923.
Περίπου τρεις βδομάδες αργότερα, η ρουμάνικη εθνοσυνέλευση, κατέστησε πιο επιτακτική την ανάγκη για ένα εθνικιστικό, αντιεβραϊκό μαχητικό κίνημα, αναθεωρώντας το σύνταγμα. Η κίνησή αυτή, είχε αποτέλεσμα σχεδόν όλοι οι εβραίοι της χώρας, να μπορούσαν να πάρουν ρουμανική υπηκοότητα. Μόλις ο Κοντρεάνου άκουσε την είδηση αυτή, ξέσπασε σε κλάματα. Ο κάθε εθνικά σκεπτόμενος Ρουμάνος είχε σοκαριστει.
Υπήρχε ένας πολύ απλός λόγος για την κατακραυγή που προήλθε από την κίνηση της εθνοσυνέλευσης. Οι Εβραίοι της Ρουμανίας, ήταν εξόφθαλμα ένα ξένο σώμα στην τοπική κοινωνία. Διέφεραν στη γλώσσα, το ντύσιμο, τα έθιμα, τη θρησκεία, τη φυλή και το πνεύμα. Ούτε φυσικά ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις συνήθειές τους. Αντιθέτως, ήταν οι Ρουμάνοι αυτοί που θα έπρεπε να αλλάξουν έτσι ώστε να τους αφομοιώσουν.
Όπως έγραφε με τη χαρακτηριστική εβραϊκή αλαζονεία, ο ιστορικός Αβραάμ Λέον Σαχάρ: «Ο αντισημιτισμός στη μικρή φανατισμένη Ρουμανία, δε χρειαζόταν διέγερση από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Οι Εβραίοι συνιστούσαν τη μεσαία και ουσιαστικά τη μόνη ευφυή τάξη. Το εμπόριο της χώρας συνήθως περνούσε από τα χέρια τους. Τους μισούσαν θανάσιμα οι Ρουμάνοι χωρικοί.»
Αφότου η Ρουμανία κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1879, οι πολιτικοί και οι λόγιοι επιχείρησαν να μην αφήσουν τους Εβραίους που έμεναν εκεί, να πάρουν την υπηκοότητα με κανένα τρόπο. Παρόλα αυτά, η πίεση από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, που ήθελαν να ικανοποιήσουν τους Εβραίους χρηματοδότες τους, συντέλεσε στη – θεωρητική – αναγνώριση του δικαιώματος των Εβραίων για υπηκοότητα. Βέβαια, από τη στιγμή που για να μπορέσει κάποιος να υποβάλλει αίτηση για υπηκοότητα, έπρεπε να έχει υπηρετήσει στο στρατό ή να έχει αναγνωρισμένη ηθική ακεραιότητα, λίγοι Εβραίοι γινόντουσαν εν τέλει πολίτες.
Εντούτοις, ο εβραϊκός έλεγχος στην οικονομία, ολοένα και γινόταν πιο ισχυρός. Τα χρόνια στα οποία ο Κοντρεάνου πολέμησε την επιρροή τους, ήλεγχαν την πλειοψηφία των τραπεζών και εφημερίδων της χώρας. Ο φιλελεύθερος ιστορικός Ευγένιος Γουέμπερ σημειώνει πως εκείνη την περιόδο, το 80% των τραπεζικών υπαλλήλων και το 70% των δημοσιογράφων, ήταν Εβραίοι, μαζί με τους 139 από τους 142 χρηματιστές του Βουκουρεστίου.
Η κυριαρχία τους επί της ρουμανικής οικονομίας, επέτρεψε στους Εβραίους να έχουν τον ανάλογο έλεγχο πάνω στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Τα μεγαλύτερα κόμματα, οι Φιλελεύθεροι, το Κόμμα των Χωρικών ακόμα και το Αγροτικό Κόμμα του στρατηγού Αβερέσκου, όλα εξυπηρετούσαν εβραϊκά συμφέροντα. Τα κόμματα αυτά είχαν εκφυλιστεί σε τέτοιο βαθμό λόγω της εβραϊκής επιρροής, που ήταν αδύνατον να διακρίνει κανείς τις διαφορές τους. Όπως έγραφε ο Κοντρεάνου, «Δεν υπήρχε καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους. Πέραν των τυπικών διαφωνιών τους, που οφείλονταν στα προσωπικά συμφέροντα των εκάστοτε προσωπικοτήτων, ήταν όλα όμοιες υπάρξεις με διαφορετικό περιτύλιγμα. Δε μπορούσες να πεις καν πως εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις. Το μόνο πραγματικό τους κίνητρο, ήταν το πάθος για προσωπικό κέρδος.»
Παρά τις προσπάθειες του Κοντρεάνου και των συντρόφων του, η απεργία απέτυχε και το φθινόπωρο του 1923, βρήκε τους φοιτητές στα αμφιθέατρα. Κέρδισαν μεν κάποιες υποχωρήσεις της κυβέρνησης σχετικά με τη σίτιση, αλλά δεν κατάφεραν να μειωθεί ο αριθμός των Εβραίων που κατέκλυζαν τα πανεπιστήμια.
Απελπισμένοι από την αποτυχία της απεργίας, παράλληλα με την επέκταση της δυνατότητας για υπηκοότητα σε Εβραίους, ο Κοντρεάνου και ο Ίων Μότα, ένας νεαρός εθνικιστής από την Τρανσυλβανία, κατέστρωσαν το σχέδιο με τις δολοφονίες το οποίο θα κατέληγε στην προδοσία και τη σύλληψή τους.
Στη δίκη, στο Βουκουρέστι, ο Κοντρεάνου ανέλαβε την πλήρη ευθύνη του σχεδίου. Το σαθρό κατηγορητήριο και η εμφανής συμπάθια των ενόρκων – όλοι Ρουμάνοι – συντέλεσαν στην αθώωση του Κοντρεάνου και των συνέργων του. Μόνο ο Μότα παρέμεινε στη φυλακή. Την πρώτη ημέρα της δίκης είχε πυροβολήσει τον καταδότη τους, στο ίδιο του το κελί.
Ο Κοντρεάνου ύστερα, επέστρεψε στο Ιάσιο και συνέχισε τις οργανωτικές εργασίες για την Ένωση Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας. Η έλλειψη κεφαλαίων και στόχων οδήγησε τον Κοντρεάνου και τη νεολαία του, την «Αδελφότητα του Σταυρού», να ξεκινήσουν την οικοδόμηση πολιτικών γραφείων στο Ουνγκένι, λίγο έξω από το Ιάσιο. Η εικόνα των μεσοαστών φοιτητών να δουλεύουν χειρονακτικά, έκανε πολύ καλή εντύπωση στους ντόπιους χωρικούς. Πολλοί άρχισαν να βοηθούν και τότε άρχισαν να έρχονται σε επαφή με το όραμα του Κοντρεάνου, για την αναγέννηση της Ρουμανίας.
Παρόλα αυτά, δεν ησύχασαν για πολύ. Τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη των εργασιών στο Ουνγκένι, οι νέοι της Αδελφότητας, ξαφνικά περικυκλώθηκαν από την αστυνομία και μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Ιάσιου, όπου τους χτύπησαν βάναυσα. Μόνο μετά από παρέμβαση ορισμένων επιφανών προσωπικοτήτων της πόλης, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ο Κοντρεάνου και ο καθηγητής Κούζα, απαίτησαν από τον Υπουργό Εσωτερικών να καθαιρέσει τον αξιωματικό υπηρεσίας, αστυνόμο Μανκίου. Ο Μανκίου όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά επαινέθηκε και πήρε προαγωγή. Παράλληλα, οι Εβραίοι του Ιάσιου τον επιβράβευσαν δωρίζοντάς του ένα αυτοκίνητο!
Κάποιους μήνες αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου του 1925, ο Μανκίου πάλι, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Κοντρεάνου. Αυτή τη φορά σε μια αίθουσα δικαστηρίου όπου ο Κοντρεάνου ετοιμαζόταν να υπερασπιστεί ένα φοιτητή από τους συλληφθέντες στην έφοδο της αστυνομίας στο Ουνγκένι. Ο αστυνόμος, με μια φάλαγγα χωροφυλάκων γύρω του προσπάθησε να προκαλέσει τον Κοντρεάνου, αλλά αυτός αρνήθηκε να γελοιοποιηθεί. Τράβηξε το περίστροφό του και εκτέλεσε τον Αστυνόμο επί τόπου.
Ο Κοντρεάνου δικάστηκε στο Σεβερίν, στα νοτιοδυτικά σύνορα της Ρουμανίας, όσο πιο μακριά γινόταν από τη Μολδαβία όπου είχε λαϊκό έρεισμα. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο που συνεδρίαζε στο μεγάλο θέατρο της πόλης, ήταν γεμάτο με χιλιάδες υποστηρικτές του Κοντρεάνου. Επιφανείς πολίτες κατέθεσαν υπέρ του Κοντρεάνου, ενώ οι δημόσιοι κατήγοροι ψελλίζοντας, δίχως να πείθουν κανέναν, προσπαθούσαν να αρνηθούν τις κτηνωδίες του Μανκίου. Οι ένορκοι μετά από 25λεπτη σύσκεψη, ανακήρυξαν τον κατηγορούμενο εθνικιστή αθώο.
Ο Κοντρεάνου περιόρισε τις πολιτικές του δραστηριότητες για τον επόμενο χρόνο. Λίγο μετά τη δίκη, παντρεύτηκε την Έλενα Ιλινόιου. Με τη σύζυγό του, ταξίδεψε στη Γαλλία όπου συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ και πήρε το διδακτορικό του στην πολιτική οικονομία.
Το Μάιο του 1927, επέστρεψε στη Ρουμανία. Η Ένωση για την Εθνική Χριστιανική Άμυνα, είχε χωριστεί σε δύο φράξιες και ο καθηγητής Κούζα είχε επιμελώς εκδιώξει όλους τους αντιπάλους του από την Ένωση.
Ο Κοντρεάνου και ορισμένοι πιστοί φίλοι του αποχώρησαν από την Ένωση του καθηγητή Κούζα. Τον Ιούνιο του 1927, σε μια μικρή μάζωξη στο διαμέρισμά του στο Ιάσιο, ο Κοντρεάνου ανακοίνωσε ένα νέο κίνημα: Τη «Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ».
Η Λεγεώνα δεν είχε πολιτικό πρόγραμμα. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Κοντρεάνου: «Αυτή η χώρα πεθαίνει λόγω της έλλειψης Ανδρών, όχι προγραμμάτων… Τούτο σημαίνει με άλλα λόγια πως, δε χρειαζόμαστε προγράμματα, αλλά Άνδρες, νέους Άνδρες. Διότι έτσι όπως είναι οι άνθρωποι σήμερα, καταντημένοι από τους πολιτικούς και από την Ιουδαϊκή επιρροή, θα υποθάλψουν ακόμα και το εξοχότερο πολιτικό πρόγραμμα!»
Ο Κοντρεάνου οραματιζόταν τη Λεγεώνα, ως το σχολείο για τη δημιουργία αυτών των νέων Ανδρών, μια νέα Ρουμάνικη αριστοκρατία, μια γενιά ηρώων. Οι άνδρες της Λεγεώνας, θα εμπνέονταν και θα υποκινούνταν από την αγάπη τους για το Θεό, τη χώρα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την προθυμία για θυσίες και υποχρεώσεις.
Έτσι, ο Κοντρέανου θεώρησε μια πνευματική επανάσταση ως την προϋπόθεση για μια πολιτική, εάν επρόκειτο να δημιουργηθεί κάτι που θα αντέξει στο χρόνο.
Δίχως μια ισχυρή οργανωτική δομή, οι στόχοι της Λεγεώνας θα παρέμεναν στα χαρτιά. Εδώ και πάλι, ο Κοντρεάνου απέδειξε την ευφυΐα του. Για τη Λεγεώνα υιοθέτησε κάθετες ιεραρχικές γραμμές. Από τις οργανώσεις βάσης, μέχρι τις αντίστοιχες των πόλεων ή της χώρας ολόκληρης, ο «Αρχηγός», όπως αποκαλούταν ο Κοντρεάνου, είχε κατακτήσει το σεβασμό και την αναγνώριση όλων, όχι μέσω εκλογών αλλά με τις ικανότητες και το σθένος του.
Η θεμελιώδης μονάδα της Λεγεώνας ήταν η «εστία», η οποία αριθμούσε από τρία έως δεκατρία μέλη. Αποτελούταν από άτομα τα οποία είχαν ήδη τις ίδιες πεποιθήσεις, αλλά έπρεπε να διδαχθούν την πειθαρχία που χρειαζόταν, για να παλέψουν για ένα κοινό σκοπό.
Η Λεγεώνα μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά. Ο Κοντρεάνου ήταν κάθετα αντίθετος στη μαζική στρατολόγηση, η οποία ίσως να υπέσκαπτε τα υψηλά πρότυπα που είχε θέσει. Οι φοιτητές είχαν την τάση να παραμείνουν στις ήδη καθιερωμένες εθνικιστικές ομάδες. Η Λεγεώνα κατάφερε να τραβήξει περισσότερο, μαθητές λυκείων και σπουδαστές εμπορικών και τεχνικών σχολών.
Οι «εστίες» καθιερώνονταν σιγά σιγά με κόπο και γίνονταν αυτάρκεις. Αρχικά στη Μολδαβία και τη Μπουκόβινα και μετά στην Τρανσυλβανία και τη Βλαχία, η Λεγεώνα αποκτούσε ολοένα και περισσότερη δύναμη. Σύντομα, ο Κοντρεάνου ήταν σε θέση να προσεγγίσει τους ξεχασμένους άνδρες και γυναίκες της Ρουμανίας: τους αγρότες.
Κανείς άλλος στη χώρα δεν είχε υποφέρει περισσότερο στα χέρια του συστήματος και των Εβραίων αφεντάδων του. Παρά το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μετά τον πόλεμο, οι χωρικοί δεν είχαν εργαλεία, ζώα και τα αναγκαία κεφάλαια. Αναγκασμένοι να δανείζονται για να επιβιώσουν, εκβιάζονταν Εβραίους δανειοδότες και τους τρομακτικούς τόκους τους. Εβραϊκές εταιρίες ξυλείας, αποψίλωναν ολόκληρες βουνοπλαγιές τις οποίες κάποτε οι αγρότες εκμεταλλεύονταν από κοινού και Εβραίοι κερδοσκόποι καταβρόχθιζαν τη γη τους, με την πρώτη ευκαιρία. Ο υποσιτισμός και οι ασθένειες ήταν καθημερινότητα και κανόνας για εκείνους. Την όποια παρηγοριά, έβρισκαν στην ταβέρνα του χωριού, την εκμηδένιζε το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της, ήταν σχεδόν πάντα Εβραίος.
Στην αρχή οι χωρικοί ήταν επιφυλακτικοί με τη Λεγεώνα. Είχαν απογοητευτεί πολλές φορές μετά τον πόλεμο. Το καθεστώς του στρατηγού Αβερέσκου, το οποίο είχαν αρχικά υποστηρίξει οι αγρότες με μεγάλο ενθουσιασμό, αποδείχθηκε ίδιο με αυτά των υπόλοιπων πολιτικών. Αντιστοίχως, η πολιτική του «Κόμματος των Χωρικών», ήταν πρακτικά ταυτόσημη με αυτή των Φιλελεύθερων του laissez-faire. Οι πολιτικοί νοιάζονταν για τους χωρικούς, αποκλειστικά μόνο λίγο πριν τις εκλογές, όταν κατέφθαναν στα χωριά με τις λιμουζίνες τους και τις πομπώδεις ομιλίες τους γεμάτες με ομιχλώδεις υποσχέσεις.
Ο Κοντρεάνου και οι Λεγεωνάριοί του γρήγορα έσβησαν τις όποιες αμφιβολίες των αγροτών. Δεν υπόσχονταν τίποτα, ούτε ζητούσαν τη στήριξή κανενός. Αντίθετα, παρήλαυναν ή κάλπαζαν πάνω σε άλογα, τραγουδώντας για το ηρωικό παρελθόν της Ρουμανίας, ενώ η οικειότητα με τους εξαθλιωμένους αγρότες αποκτήθηκε με τη βοήθεια που τους παρείχαν, οπουδήποτε τη χρειάζονταν. Οι «εστίες» έσκαβαν χαντάκια, επιδιόρθωναν φράχτες και σπίτια και βοηθούσαν στο θέρισμα. Οι πρασινοφορεμένοι Λεγεωνάριοι, μιλούσαν για μια Ρουμανία του μέλλοντος, όπου ο καθένας θα κατείχε θέση, όχι βάση του πλούτου ή της μόρφωσής του, αλλά ανάλογα με το φρόνημα και το χαρακτήρα του.
Το 1931, το κίνημα των Λεγεωνάριων ήταν αρκετά δυνατό έτσι ώστε να αναμετρηθεί σε εκλογές. Στην εκλογική του διακήρυξη ο Κοντρεάνου συνόψισε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το έθνος: «Κανείς που έχει μάτια, δε μπορεί να μη δει το πώς αυτή η κάποτε πλούσια χώρα έχει καταστραφεί. Το σπίτι των χωρικών και η περιουσία τους, το χωριό – ένα μάτσο καημένων ανθρώπων που θρηνούν – τα άγονα βουνά, οι ακαλλιέργητες εκτάσεις οι οποίες δεν παράγουν τίποτα πλέον για τους φτωχούς… τα πάντα έχουν μετατραπεί σε ερείπια! Ο κρατικός προϋπολογισμός και ολόκληρη η χώρα είναι ένα χάος.
Και πάνω από όλα αυτά τα συντρίμμια σκορπισμένα παντού πάνω στη ρουμάνικη γη, μια δράκα άτιμων ανθρώπων, ηλίθιων και ξετσίπωτων ληστών, έχει χτίσει παλάτια αγνοώντας τη χώρα η οποία σφαδάζει από πόνο, γελώντας με τα δεινά σου, φτωχέ και άμοιρε Ρουμάνε αγρότη!
Πιο αποκρουστικό, επώδυνο και άσεμνο σκηνικό, δεν έχει στηθεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Εκατομμύρια νοικοκυριών καταστρέφονται, συνθλιβόμενα κάτω από τα ίδια τους τα συντρίμμια. Αμέτρητοι, εγκαταλελειμμένοι συμπατριώτες μας, δεν έχουν τίποτα άλλο παρά τα δάκρυά τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα παλάτια των απατεώνων, που λεηλάτησαν τη χώρα και τον πλούτο της, υψώνονται με περισσή αλαζονεία και ειρωνεία.»
Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν ήταν ικανοποιητικά. Τα κυβερνόντα κόμματα έκαναν οτιδήποτε μπορούσαν για να πλήξουν τη Λεγεώνα και το αδερφικό της κίνημα, τη Σιδηρά Φρουρά, η οποία είχε συγκροτηθεί ως παραστρατιωτικό σκέλος της Λεγεώνας, την προηγούμενη χρονιά. Τον Ιανουάριο του 1931 η κυβέρνηση έβγαλε εκτός νόμου τη Λεγεώνα και τη Φρουρά, μετά από την απόπειρα δολοφονίας ενός υπουργού, από έναν εθνικιστή φοιτητή, ο οποίος όμως δεν είχε σχέση με τη Λεγεώνα. Παρότι που τα δικαστήρια δικαίωσαν τον Κοντρεάνου και το κίνημά του, η προεκλογική εκστρατεία της Λεγεώνας πλήχτηκε επιτυχώς, αφού κανένας Λεγεωνάριος δεν εξελέγη.
Οι Εβραίοι και οι Ρουμάνοι υποτελείς τους όμως, δε μπορούσαν να περιορίσουν την άνοδο της δημοτικότητας της Λεγεώνας για πολύ ακόμα. Ο Κοντρεάνου και ο πατέρας του, κέρδισαν τις αναπληρωματικές εκλογές της Μολδαβίας το 1932 και η Λεγεώνα μπήκε στην Εθνοσυνέλευση.
Όσο αυξανόταν η λαϊκή στήριξη στο κίνημα των Λεγεωνάριων, τόσα λιγότερα δημοκρατικά προσχήματα τηρούσαν οι Εβραίοι, για τους οποίους ο Κοντρεάνου αποτελούσε σαφή απειλή. Ο ιστορικός Ευγένιος Βέμπερ, διόλου φιλικά προσκείμενος στη Λεγεώνα, έγραφε για το εβραιοκρατούμενο Ρουμάνικο κατεστημένο: «Για την καταπολέμηση οποιασδήποτε υπαρκτής απειλής εναντίον της καθεστυκίας τάξης, οι ευεργετούμενοί της, επίσπευσαν όλα τα διαθέσιμα μέσα ακόμα και παράνομα. Ο στρατός, η αστυνομία, η χωροφυλακή, τα δικαστήρια (πολιτικά και στρατιωτικά) και ο διοικητικός μηχανισμός, με κάθε τρόπο τέθηκαν εναντίον εκείνων όσων αμφισβητούσαν το σύστημα.»
Το 1933, η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Ίων Ντούκα, με πρωτοστάτη τον υπουργό εξωτερικών Νικολάε Τιτουλέσκου, έναν αρχιπράκτορα των Εβραίων στη Ρουμανία, έβγαλε τη Λεγεώνα εκτός νόμου για άλλη μια φορά με αφορμή τη δολοφονία του Ντούκα. Ακολούθησαν μοιραία, μαζικές συλλήψεις: Οι Λεγεωνάριοι κατά χιλιάδες στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρχαν παρόλα αυτά και τίμιοι άνθρωποι στο δικαστικό σύστημα. Μόνο οι εκτελεστές του Ντούκα καταδικάστηκαν. Ο Κοντρεάνου και οι Λεγεωνάριοί του ανακηρύχθηκαν αθώοι.
Για τα επόμενα τρία χρόνια, το κίνημα των Λεγεωνάριων αποκτούσε δύναμη και κύρος. Ο Κοντρεάνου οργάνωσε σωματείο εργατών στις πόλεις, το οποίο τελικά έφτασε να έχει πάνω από 13 χιλιάδες μέλη. Οι Λεγεωνάριοι διατηρούσαν επαφές με άλλα Ευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα. Ένα τάγμα Λεγεωνάριων πολέμησε το μπολσεβικισμό στην Ισπανία, όπου ο Ίων Μότα, το δεξί χέρι του Κοντρεάνου, άφησε τη ζωή του.
Το Δεκέμβριο του 1937 το εκλογικό μέτωπο που συγκρότησε η Λεγεώνα, «Όλα για την Πατρίδα», κατάφερε να γίνει το τρίτο κόμμα της χώρας. Η επιτυχία των Λεγεωνάριων, σε συνδυασμό με τις μεγάλες απώλειες των άλλων κομμάτων, αύξανε κατακόρυφα τις πιθανότητές μιας κυβέρνησης συνεργασίας, η οποία θα ηγείτο από τον Κοντρεάνου.
Ένας μόνο βρισκόταν εμπόδιο στο δρόμο του: Ο Βασιλιάς Κάρολος Β’, ο οποίος είχε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, επικυρώσει ή να απορρίψει τους κυβερνητικούς συνδυασμούς που πρότεινε Εθνοσυνέλευση. Ο Κάρολος είχε αυταρχικές κλίσεις αλλά αδύναμο χαρακτήρα. Η εξωγαμιαία του σχέση με μια Εβραία, τη Μάγδα Λουμπέσκου (τω γένος Βολφ), μαζί με τη γεμάτη υπερβολές και απληστία ζωή του, συντέλεσαν στην αποκλήρωσή του από τον πατέρα του, Βασιλέα Φερδινάρδο. Μετά το θάνατο του Φερδινάρδου, ο Κάρολος επέστρεψε από τη Γαλλία το 1930 και εκθρόνισε το γιο του Μιχαήλ, με τη συναίνεση των κυβερνόντων κομμάτων. Ανακήρυξε τον εαυτό του ως Βασιλέα Κάρολο Β’ με τη Μάγδα Λουπέσκου ως σύζυγο. Οι Εβραίοι τότε, εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην απληστία και τη ματαιοδοξία του Καρόλου, καθώς και στον έλεγχο που είχε η Εβραία σύζυγος, πάνω στον άβουλο άνδρα της.
Παρακινημένος από τους αλλοεθνείς συμβούλους του, ο Κάρολος κινήθηκε επιδέξια και ύπουλα. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχε η Λεγεώνα. Αφού εξουσιοδότησε ένα αδύναμο δεξιό κόμμα να αναλάβει χρέη υπηρεσιακής κυβέρνησης, το Φεβρουάριο του 1938 ο Κάρολος κατέλαβε την εξουσία, για λογαριασμό των Εβραίων αφεντικών του. Συστήθηκε μια κυβέρνηση ανδρείκελων, με επικεφαλή τον Ορθόδοξο Πατριάρχη του Βουκουρεστίου. Ο κινητήριος μοχλός, πίσω από τη διοικητική εξουσία, ήταν ο αδίστακτος υπουργός Δικαιοσύνης, Άρμαντ Καλινέσκου.
Ο Καλινέσκου άμεσα διέταξε τη φυλάκιση των Λεγεωνάριων. Παρά τη διάλυση του πολιτικού σκέλους του κινήματος και την επίμονη άρνηση του Κοντρεάνου να λάβει βίαια μέτρα ενάντια στο παράνομο καθεστώς, καταδικάστηκε για συνωμοσία ενάντια στο κράτος με μία στημένη δίκη μπροστά σε ένα στρατοδικείο. Η ποινή του ανήλθε σε 10 χρόνια καταναγκαστικών έργων.
Παρά τον εγκλεισμό του Κοντρεάνου στη φυλακή, το τεράστιο ηθικό του κύρος συνέχισε να εμπνέει τους κυνηγημένους Λεγεωνάριους που βρίσκονταν πλέον εκτός νόμου. Οι Εβραίοι διψούσαν για αίμα και η Μάγδα Λουπέσκου, ως σύγχρονη Σαλώμη, απαιτούσε από τον εραστή της το κεφάλι του Ρουμάνου πατριώτη.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1938, στα μέσα της νύχτας, ο Κοντρεάνου και 13 άλλοι Λεγεωνάριοι, μεταφέρθηκαν από τις φυλακές του Ραμνικούλ – Σαράτ σε ένα δάσος. Με τα χέρια τους πισθάγκωνα δεμένα, στραγγαλίστηκαν σύμφωνα με ταλμουδικό τελετουργικό. Αφότου ξεψύχησαν, οι δολοφόνοι τους πυροβόλησαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η επίσημη εκδοχή για το θάνατό τους, ήταν πως σκοτώθηκαν κατά την απόπειρά τους να δραπετεύσουν.
Οι δολοφόνοι του Κοντρεάνου δε κατάφεραν να απολαύσουν το «θρίαμβό» τους για πολύ. Μέσα σε δυο χρόνια ο υπουργός Δικαιοσύνης Καλινέσκου είχε εκτελεστεί από τους Λεγεωνάριους και ο βασιλέας Κάρολος, του οποίου η ανίκανη εξωτερική πολιτική συντέλεσε στο διαμελισμό της Ρουμανίας, από τη Ρωσία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί. Αυτός και η Μάγδα Λουπέσκου αποχώρησαν δια παντός από τη Ρουμανία.
Το καθεστώς του βασιλέα Καρόλου, το διαδέχθηκε μια βραχύβια κυβέρνηση Λεγεωνάριων. Ο κοινωνικός ακτιβισμός και επαναστατικός ιδεαλισμός της Λεγεώνας ωστόσο, την κατέστησαν δυσάρεστη στον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος, Στρατηγό Ίων Αντονέσκου, ο οποίος ήταν τυπικά και μόνο μέλος της Λεγεώνας. Ο Αντονέσκου, έχοντας υπό τον έλεγχό του το στρατό, κατάφερε να καταπνίξει τη Λεγεώνα, το Φεβρουάριο του 1941.
Η ανατροπή της κυβέρνησης των Λεγεωνάριων δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να σημάνει το τέλος της Λεγεώνας. Πολλοί Λεγεωνάριοι πολέμησαν με αυταπάρνηση και ηρωισμό, υπερασπιζόμενοι τη Ρουμανία ενάντια στις ορδές των εισβολέων από την ανατολή. Μετά τη συνθηκολόγηση του καθεστώτος Αντονέσκου με τους Ρώσους, οι άνδρες της Λεγεώνας συνέχισαν να πολεμούν όσο και όπως μπορούσαν. Το ανελεύθερο καθεστώς το οποίο οι Ρώσοι εγκαθίδρυσαν μετά τον πόλεμο (στο οποίο ηγείτο η Εβραία Άννα Πάουκερ) κυνήγησε, βασάνισε και σκότωσε μέλη της Λεγεώνας με σαδιστικό ζήλο.
Η Λεγεώνα παρόλα αυτά συνεχίζει να ζει και μαζί της, ο Κορνήλιος Κοντρεάνου. Οι Λεγεωνάριοι στην εξορία, παντού στον κόσμο, κρατούν ζωντανές και διαδίδουν τις ιδέες του Αρχηγού, με συνεχείς εκδόσεις και μεταφράσεις. Μπορούμε δικαίως να ισχυριστούμε, πως κανενός ηρωικού ηγέτη η μνήμη –από τις επαναστατικές δεκαετίες του 20’ μέχρι το 40’ – δεν έχει τιμηθεί καλύτερα από τους οπαδούς του, από ότι αυτή του Κοντρεάνου…
πηγή
διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών