Η λύπη κι ο φόβος είναι του ανθρώπου. Η απελπισία είναι του Πονηρού.
Ποιος είναι κάθε φορά ο Πονηρός; Πλάσματα με ανθρώπινο όνομα ή μεταφυσικό μανδύα, ας διαλέξει καθείς ή ας κρατήσει κάθε Πονηρό κάτω από το ίδιο όνομα. Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στις μέρες μας. Τρυπώνουν στα σπίτια μας από τις τηλεοράσεις, τους υπολογιστές και τα κινητά, μας συμβουλεύουν τάχαμου καλόβουλα να ακολουθήσουμε τις ποντικοουρές τους σε σκοτεινά κελάρια, επιχειρούν να μας φοβίσουν, να μας καλοπιάσουν, να μας λοιδορήσουν, να μας βγάλουν με όποιο τρόπο από το δρόμο μας.
Θύματά τους δεν είναι οι αντικειμενικά αδύναμοι, αλλά άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες, έτοιμες να συλλάβουν το κύμα των πονηρών επιθέσεων και να τις αποτρέψουν, να τις αποφύγουν, κι αν χρειαστεί να τις πολεμήσουν.Και όμως.....
Άνθρωποι νέοι, υγιείς, έξυπνοι, που λες θα πάρουν την πέτρα στα χέρια τους και θα τη στύψουν, θα σηκώσουν το ανάστημα και θα πουν στοπ, τώρα κινούν θλιβερά το κεφάλι αριστερά-δεξιά, ρίχνουν στο πάτωμα τα μάτια, και ψιθυρίζουν «τι να κάνουμε, έτσι που μας καταντήσανε…». Και δεν είναι άνθρωποι άνεργοι, φτωχοί οικογενειάρχες, να πεις πως τους βαραίνει η ευθύνη κι η αγωνία για το αύριο. Είναι άνθρωποι που ακόμη καλοστέκουν, που μέχρι πριν λίγο έπιναν τον καφέ τους και ανέλυαν τις οικονομικές, πολιτικές και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ανθρωποι που ξαφνικά ιδιωτεύουν τρομοκρατημένοι από την επικράτηση του Τίποτε, του Πονηρού Τίποτε χωρίς πρόσωπο, που πότε λέγεται Τρόικα και πότε «Αγορές», του Τίποτε που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει και κανείς δεν μπορεί να φυλαχτεί, που φεύγει σαν καπνός άπιαστος αφού ρίξει στην ψυχή την μπόχα του.
Άνθρωποι που θάπρεπε να σκέφτονται πώς θα αντισταθούν, γέρασαν ξαφνικά μονομιάς, πριν προλάβουν να ζήσουν. Ανθρωποι που φοβούνται να πουν τι σκέφτονται πριν ακόμη η μέγγενη της απολυταρχικής δημοκρατίας πλησιάσει και το χολεριασμένο χνώτο της ακουμπήσει τα μάγουλά τους.
«Έχεις ενδοιασμούς, διστάζεις να τα κρίνεις όλα μονομιάς και προπαντός φοβάσαι μην αναγκαστείς να πεθάνεις ενόσω διστάζεις, γιατί τότε θα ‘χεις έρθει τζάμπα στην ζωή. Ό,τι χειρότερο».
Ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων, το ίδιο κι ο φόβος και η λύπη. Κοινό καταφύγιο των ανθρώπων είναι η Πίστη και η Ελπίδα, η Αγάπη στη Ζωή, στον Θεό και τον Ανθρωπο, και η Σοφία να ξεδιαλύνεις μες στην ομίχλη τη φλόγα που άσβεστη σιγοκαίει και περιμένει να την αγγίξεις, να ζεσταθείς και να ζεστάνεις.
Οσο για τους Πονηρούς και τις πονηρίες τους;
«Ως εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός».
Ποιος είναι κάθε φορά ο Πονηρός; Πλάσματα με ανθρώπινο όνομα ή μεταφυσικό μανδύα, ας διαλέξει καθείς ή ας κρατήσει κάθε Πονηρό κάτω από το ίδιο όνομα. Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στις μέρες μας. Τρυπώνουν στα σπίτια μας από τις τηλεοράσεις, τους υπολογιστές και τα κινητά, μας συμβουλεύουν τάχαμου καλόβουλα να ακολουθήσουμε τις ποντικοουρές τους σε σκοτεινά κελάρια, επιχειρούν να μας φοβίσουν, να μας καλοπιάσουν, να μας λοιδορήσουν, να μας βγάλουν με όποιο τρόπο από το δρόμο μας.
Θύματά τους δεν είναι οι αντικειμενικά αδύναμοι, αλλά άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες, έτοιμες να συλλάβουν το κύμα των πονηρών επιθέσεων και να τις αποτρέψουν, να τις αποφύγουν, κι αν χρειαστεί να τις πολεμήσουν.Και όμως.....
Άνθρωποι νέοι, υγιείς, έξυπνοι, που λες θα πάρουν την πέτρα στα χέρια τους και θα τη στύψουν, θα σηκώσουν το ανάστημα και θα πουν στοπ, τώρα κινούν θλιβερά το κεφάλι αριστερά-δεξιά, ρίχνουν στο πάτωμα τα μάτια, και ψιθυρίζουν «τι να κάνουμε, έτσι που μας καταντήσανε…». Και δεν είναι άνθρωποι άνεργοι, φτωχοί οικογενειάρχες, να πεις πως τους βαραίνει η ευθύνη κι η αγωνία για το αύριο. Είναι άνθρωποι που ακόμη καλοστέκουν, που μέχρι πριν λίγο έπιναν τον καφέ τους και ανέλυαν τις οικονομικές, πολιτικές και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ανθρωποι που ξαφνικά ιδιωτεύουν τρομοκρατημένοι από την επικράτηση του Τίποτε, του Πονηρού Τίποτε χωρίς πρόσωπο, που πότε λέγεται Τρόικα και πότε «Αγορές», του Τίποτε που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει και κανείς δεν μπορεί να φυλαχτεί, που φεύγει σαν καπνός άπιαστος αφού ρίξει στην ψυχή την μπόχα του.
Άνθρωποι που θάπρεπε να σκέφτονται πώς θα αντισταθούν, γέρασαν ξαφνικά μονομιάς, πριν προλάβουν να ζήσουν. Ανθρωποι που φοβούνται να πουν τι σκέφτονται πριν ακόμη η μέγγενη της απολυταρχικής δημοκρατίας πλησιάσει και το χολεριασμένο χνώτο της ακουμπήσει τα μάγουλά τους.
«Έχεις ενδοιασμούς, διστάζεις να τα κρίνεις όλα μονομιάς και προπαντός φοβάσαι μην αναγκαστείς να πεθάνεις ενόσω διστάζεις, γιατί τότε θα ‘χεις έρθει τζάμπα στην ζωή. Ό,τι χειρότερο».
Ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων, το ίδιο κι ο φόβος και η λύπη. Κοινό καταφύγιο των ανθρώπων είναι η Πίστη και η Ελπίδα, η Αγάπη στη Ζωή, στον Θεό και τον Ανθρωπο, και η Σοφία να ξεδιαλύνεις μες στην ομίχλη τη φλόγα που άσβεστη σιγοκαίει και περιμένει να την αγγίξεις, να ζεσταθείς και να ζεστάνεις.
Οσο για τους Πονηρούς και τις πονηρίες τους;
«Ως εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι διαχειριστές του ιστολογίου δε φέρουν ευθύνη για σχόλια των αναγνωστών