Ολοι θαύµαζαν τη µαµά µας και νόµιζαν πως ραβότανε σε µεγάλους οίκους ραπτικής. Ασε που ήταν πολύ όµορφη. Κείνη την Κυριακή φορούσε σκούρο πράσινο παλτό µε όρθιο στητό γιακά και στη µέση µαύρη δερµάτινη ζώνη µε µεγάλη ασηµένια αγκράφα. Μαύρες γόβες κι αυτές µε µεγάλες ασηµένιες αγκράφες. Ενα µικρό καπέλο, ίδιο χρώµα µε το παλτό που πίσω τα πλούσια καστανόξανθα µαλλιά της σχηµάτιζαν ένα οχτώ. Τα µάτια της ήτανε βαθιά γαλάζια. Μέσα στο λεωφορείο που µας πήγαινε στη Αθήνα, γύριζαν και την κοίταζαν και στο θέατρο όταν καθήσαµε στις θέσεις µας όλα τα µάτια γυρνούσαν απάνω της. Και µεις καµαρώναµε γιατί κανένα παιδί δεν είχε τόσο όµορφη και κοµψή µαµά. Χτύπησε και το τρίτο κουδούνι. Διαβάσαµε το πρόγραµµα. Το κορίτσι που έπαιζε µια υπηρετριούλα το λέγανε: Μελίνα Μερκούρη.
Τι θα πει, Μελίνα; ρώτησα...
τη µαµά γιατί δεν είχα ξανακούσει τέτοιο όνοµα, ούτε αρχαίο.
Σςςς, έκανε η µαµά γιατί άνοιγε η αυλαία.
Στη σκηνή που παρίστανε ένα σαλόνι ήταν ένα ζευγάρι που φορούσαν παλτά και καπέλα. Ετοιµοι να βγουν έξω.
Φώναξε την... λέει ο κύριος _ δεν θυµάµαι καθόλου το όνοµα, ίσως Μαριγώ, ίσως κάτι άλλο _ να της πούµε πως φεύγουµε.
Η κυρία τη φώναξε και µπήκε µέσα ένα κορίτσι _ όχι κοριτσάκι που µας έλεγε η µαµά.
Φορούσε µπλε ποδιά σαν κι αυτές που φορούσαµε στο σχολείο κι από πάνω µια άσπρη οργκαντί ποδίτσα. Τα µαλλιά της ήτανε χρυσοκάστανα και τά χε πλεγµένα σε µια χοντρή κοτσίδα.
Κείνο όµως που µου έκανε πιο πολύ εντύπωση ήτανε τα µάτια της, µεγάλα που τα κράταγε ορθάνοιχτα κι είχανε µελί χρώµα. Καθόµασταν στη δεύτερη σειρά κι έτσι µπορούσα να κοιτάζω αυτό το κορίτσι. Δεν την πιστέψαµε στο διάλειµµα τη µαµά που είπε πως ήτανε δεκατριών χρονών. Εµένα µου φάνηκε πως πιο πολύ έφερνε προς τη µαµά µας παρά σε µας. Οταν µίλησε, η φωνή της ήταν παράξενη, ούτε µεγαλίστικη µα ούτε και παιδική. Είχε όµως κάτι που ήθελες να την ακούσεις κι άλλο. Η κυρία, πριν φύγουν της είπε πως θα βγουν µε τον κύριο για ψώνια κι όταν χτυπήσει το κουδούνι ν ανοίξει γιατί θα της φέρουν το φόρεµά της από τη µοδίστρα. Το κορίτσι είπε µόνο. Μάλιστα κυρία.
Ο κύριος και η κυρία έφυγαν. Η... δεν θυµάµαι πως την έλεγαν, η υπηρέτρια τέλος πάντων έκλεισε την πόρτα για να την ξανανοίξει σχεδόν αµέσως όταν χτύπησε το κουδούνι. Μπήκε µέσα ένας νεαρός που κρατούσε ένα µεγάλο χαρτονένιο κουτί κι είπε πως έφερε το φόρεµα της κυρίας.
Υστερα εκείνος έφυγε και το κορίτσι έµεινε µόνο του στη σκηνή. Ακούµπησε το κουτί σε µια καρέκλα, το κοίταζε και το ξανακοίταζε και ξαφνικά το πήρε απόφαση να το ανοίξει. Μέσα από τσιγαρόχαρτο που ήτανε τυλιγµένο, έβγαζε σιγά σιγά και µε δέος ένα φόρεµα εµπριµέ που έµοιαζε µεταξωτό γιατί το έφερνε στο µάγουλό της και το χάιδευε κι ύστερα σα να το πήρε ξαφνικά απόφαση, εξαφανίστηκε πίσω από ένα παραβάν µε ζωγραφισµένα πουλιά που υπήρχε σε µια γωνιά στο σαλόνι. Και σε λίγο βγήκε στη σκηνή πίσω από το παραβάν η... Μελίνα. Ναι, αυτή η ίδια Μελίνα που ξέρουµε από πάντα!
Με τα µακριά ξανθά µαλλιά, το µεγάλο στόµα και τα πεταχτά δόντια, τα ατέλειωτα χέρια και πόδια. Φορούσε το εµπριµέ κλος φόρεµα κι έφερνε βόλτες. Ητανε ξυπόλητη έτσι όπως τη βλέπαµε στο σπίτι της στο Παρίσι κι ας περίµενε επίσκεψη τον Τζακ Λανγκ ή στο αθηναϊκό της σπίτι να δέχεται κόσµο. Ακόµα και στο υπουργείο της καθότανε στην καρέκλα του υπουργού µε διπλωµένα τα ξυπόλητα πόδια της.
Υστερα σα να της ήρθε της υπηρετριούλας µια ξαφνική έµπνευση βγήκε από τη σκηνή για να ξαναµπεί γρήγορα φορώντας ψηλοτάκουνες γόβες. Στην αρχή έκανε λίγα βήµατα παραπατώντας κι ύστερα άρχισε να περπατάει πάνω κάτω µε τον αέρα της... Μελίνας. Κάποια στιγµή στάθηκε µπροστά σ έναν καθρέφτη κι έπαιζε µε την εικόνα της κι έδειχνε πόσο της άρεσε ο εαυτός της µε το φόρεµα της κυρίας. Χτύπησε όµως πάλι το κουδούνι, τότε αλαφιάστηκε, τροµάξαµε και µεις µαζί της στην πλατεία, έκανε να βγάλει το φουστάνι µα το κουδούνι χτυπούσε - χτυπούσε και τότε σήκωσε το κεφάλι και µε ύφος... κυρίας άνοιξε την πόρτα.
Μπήκε τότε ένα άλλο ζευγάρι. Ο κύριος αγκάλιασε την υπηρέτρια και είπε.
Δεν ήξερα ότι ο ξάδελφός µου παντρεύτηκε τόσο όµορφη γυναίκα.
Ηµικρή τα έχασε µια στιγµή αλλά πολύ γρήγορα άρχισε να το παίζει κυρία η µάλλον τη Μελίνα που ξέρουµε. Κάθησε µε άνεση στην καρέκλα έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Μακριά ατέλειωτα πόδια. Ο κύριος τής πρόσφερε ένα τσιγάρο και της το άναψε. Εκείνη στην αρχή ξερόβηξε µα ύστερα θυµάµαι πόσο εντυπωσιάστηκα που κάπνιζε µε άνεση και το κρατούσε όπως θυµάµαι µετά πολλά χρόνια τη Μελίνα να το κρατάει σα να ήταν εξάρτηµα του χεριού της. Δεν πρόσεχα τι έλεγε το ζευγάρι µόνο κοίταζα µε θαυµασµό τη Μελίνα που κινιότανε µε τόσο αέρα και χάρη κι ούτε θυµάµαι πώς τέλειωνε το έργο.
Οταν βγήκαµε από το θέατρο η αδελφή µου είπε θυµωµένα στη µαµά:
Γιατί µας είπες πως ήτανε κοριτσάκι η πρωταγωνίστρια;
Εγώ πρόσεξα όταν έβαλε το φόρεµα της κυρίας και σήκωσε τα χέρια της πως είχε τρίχες στις µασχάλες.
Οταν γίνετε κι εσείς δεκατριών χρονών θα βγάλετε τρίχες και θ αποχτήσετε χάρη, απάντησε η µαµά.
- Κι η αδελφή µου;
- Κι η αδελφή σου βέβαια.
Δεν το πιστεύω, µουρµούρισε περιφρονητικά εκείνη που µε περνούσε ένα κεφάλι κι ήτανε πρώτη σε φλυαρία ενώ εγώ ήµουνα ένα αδύνατο, σιωπηλό κοριτσάκι.
Μεγαλώσαµε, βγάλαµε τρίχες στις µασχάλες µα όσο για χάρη...
Από τότε την ξαναείδα τη Μελίνα στο Παρίσι το 1953 που έπαιζε ένα έργο του Μαρσέλ Ασάρ κι όταν πήγα να τη δω στα παρασκήνια ένιωσα σα να ήµουνα κείνο το κοριτσάκι που είχε µείνει εκστατικό µπροστά σ αυτό το πλάσµα που λεγότανε Μελίνα
Τρίτη, Αυγούστου 03, 2010
Το θεατρικό ντεµπούτο της Μελίνας µε ένα «φόρεµα»
Ετικέτες
Ελλάδα,
Μελίνα Μερκούρη,
Πολιτσμός
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Το "πλάσμα",που ενοχλούταν από το ότι οι Ελληνίδες έπαιρναν το επίθετο του συζήγου τους.Να πως αποδομής μια κοινονία,καταστρέφης το βασικό της κύταρο,την οικογένεια.Και πεσ΄τε μου σας παρακαλώ,σε ποια χώρα παγκοσμίος συμβαίνει αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφή